τρισάθλιος: Difference between revisions
Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht
(42) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[τρισάθλιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ<br />[[τρεις]] φορές δυστυχισμένος, [[αξιολύπητος]], δυστυχέστατος (α. «ταπεινότατη σού γέρνει / η τρισάθλια [[κεφαλή]]», <b>Σολωμ.</b><br />β. «εἰσῆλθε [[τοῖν]] τρισαθλίοιν [[ἔρις]] κακή», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κακοηθέστατος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ελεεινός]] και [[τρισάθλιος]]» — κατώτατης ποιότητας από [[κάθε]] [[άποψη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τρισαθλίως]] ΝΜΑ, και <i>τρισάθλια</i> Ν<br />με τρόπο που προκαλεί τον οίκτο<br /><b>νεοελλ.</b><br />ελεεινότατα, κακοηθέστατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄθλιος]]. | |mltxt=-α, -ο / [[τρισάθλιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ<br />[[τρεις]] φορές δυστυχισμένος, [[αξιολύπητος]], δυστυχέστατος (α. «ταπεινότατη σού γέρνει / η τρισάθλια [[κεφαλή]]», <b>Σολωμ.</b><br />β. «εἰσῆλθε [[τοῖν]] τρισαθλίοιν [[ἔρις]] κακή», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κακοηθέστατος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ελεεινός]] και [[τρισάθλιος]]» — κατώτατης ποιότητας από [[κάθε]] [[άποψη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τρισαθλίως]] ΝΜΑ, και <i>τρισάθλια</i> Ν<br />με τρόπο που προκαλεί τον οίκτο<br /><b>νεοελλ.</b><br />ελεεινότατα, κακοηθέστατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄθλιος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρισάθλιος:''' -α, -ον, [[πανάθλιος]], [[τρεις]] φορές δυστυχισμένος, σε Σοφ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A thrice-unhappy, S.OC372, Ar.Pax242, Men. Pk.150, Mis.40, Fr.302, etc.: also in late Prose, as Luc.Gall.24, Theo Sm.p.100 H.
Greek (Liddell-Scott)
τρισάθλιος: -α, -ον, ὡς καὶ νῦν, τρὶς ἄθλιος, πανάθλιος, Σοφ. Ο. Κ. 372, Ἀριστοφ. Εἰρ. 242, Μένανδρος ἐν «Κυβερνήταις» 2, κλπ., καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
trois fois malheureux, très malheureux.
Étymologie: τρίς, ἄθλιος.
Greek Monolingual
-α, -ο / τρισάθλιος, -ία, -ον, ΝΜΑ
τρεις φορές δυστυχισμένος, αξιολύπητος, δυστυχέστατος (α. «ταπεινότατη σού γέρνει / η τρισάθλια κεφαλή», Σολωμ.
β. «εἰσῆλθε τοῖν τρισαθλίοιν ἔρις κακή», Σοφ.)
νεοελλ.
1. κακοηθέστατος
2. φρ. «ελεεινός και τρισάθλιος» — κατώτατης ποιότητας από κάθε άποψη.
επίρρ...
τρισαθλίως ΝΜΑ, και τρισάθλια Ν
με τρόπο που προκαλεί τον οίκτο
νεοελλ.
ελεεινότατα, κακοηθέστατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + ἄθλιος.
Greek Monotonic
τρισάθλιος: -α, -ον, πανάθλιος, τρεις φορές δυστυχισμένος, σε Σοφ. κ.λπ.