ἐπικέλομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπικέλομαι]] (<b>ποιητ. τ.</b>) (Α)<br /><b>(αποθ.)</b><br /><b>1.</b> επικαλούμαι («[[πολλά]] κατηρᾶτο, [[στυγερός]] δ’ ἐπεκέκλετ’ Ἑρινῡς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ. και απρμφ.) [[συμβουλεύω]], [[ενθαρρύνω]] («τεῷ ἐπικέκλεο [[παιδί]]», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[κέλομαι]] «[[προτρέπω]], [[φωνάζω]]»].
|mltxt=[[ἐπικέλομαι]] (<b>ποιητ. τ.</b>) (Α)<br /><b>(αποθ.)</b><br /><b>1.</b> επικαλούμαι («[[πολλά]] κατηρᾶτο, [[στυγερός]] δ’ ἐπεκέκλετ’ Ἑρινῡς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ. και απρμφ.) [[συμβουλεύω]], [[ενθαρρύνω]] («τεῷ ἐπικέκλεο [[παιδί]]», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[κέλομαι]] «[[προτρέπω]], [[φωνάζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικέλομαι:''' Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ [[ἐπικέκλετο]]· αποθ., επικαλούμαι, <i>τινα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 19:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικέλομαι Medium diacritics: ἐπικέλομαι Low diacritics: επικέλομαι Capitals: ΕΠΙΚΕΛΟΜΑΙ
Transliteration A: epikélomai Transliteration B: epikelomai Transliteration C: epikelomai Beta Code: e)pike/lomai

English (LSJ)

   A call upon, στυγερὰς δ' ἐπεκέκλετ' Ἐρινῦς (redupl. aor. 2) Il.9.454; ἐπικεκλομένα Δῖον πόρτιν A.Supp.40 (lyr.): c. dat., παιδί A.R.3.85.

German (Pape)

[Seite 948] (s. κέλομαι), nur aor. II. ἐπικέκλετο, noch dazu herbeirufen; Ἐρινῦς Il. 9, 434; Aesch. Suppl. 40 u. sp. D., wie Leon. Al. 12 (VI, 221); τινί, Einem zurufen, Ap. Rh. 3, 85; Qu. Sm. 12, 437.

French (Bailly abrégé)

ao.2 avec redoubl. poét. 3ᵉ sg. ἐπεκέκλετο, part. ἐπικεκλόμενος;
appeler à soi, invoquer, acc..
Étymologie: ἐπί, κέλομαι.

English (Autenrieth)

aor. ἐπεκέκλετο: invoke; Ἐρῖνῦς, Il. 9.454†.

Greek Monolingual

ἐπικέλομαι (ποιητ. τ.) (Α)
(αποθ.)
1. επικαλούμαι («πολλά κατηρᾶτο, στυγερός δ’ ἐπεκέκλετ’ Ἑρινῡς», Ομ. Ιλ.)
2. (με δοτ. και απρμφ.) συμβουλεύω, ενθαρρύνω («τεῷ ἐπικέκλεο παιδί», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κέλομαι «προτρέπω, φωνάζω»].

Greek Monotonic

ἐπικέλομαι: Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ ἐπικέκλετο· αποθ., επικαλούμαι, τινα, σε Ομήρ. Ιλ.