κτεάτειρα: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κτεάτειρα]], ἡ (Α)<br />η [[κάτοχος]] («νύξ [[φιλία]], μεγάλων κόσμων [[κτεάτειρα]]» — αγαπημένη [[νύχτα]], που κατέχεις μεγάλα στολίσματα, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κτεά</i>-<i>τειρα</i>, [[αντί]] τών <i>κτήτειρα</i>, <i>κτήτρια</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτήτωρ]]), σχηματίστηκε με την [[επίδραση]] του τ. <i>κτέατα</i>].
|mltxt=[[κτεάτειρα]], ἡ (Α)<br />η [[κάτοχος]] («νύξ [[φιλία]], μεγάλων κόσμων [[κτεάτειρα]]» — αγαπημένη [[νύχτα]], που κατέχεις μεγάλα στολίσματα, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κτεά</i>-<i>τειρα</i>, [[αντί]] τών <i>κτήτειρα</i>, <i>κτήτρια</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτήτωρ]]), σχηματίστηκε με την [[επίδραση]] του τ. <i>κτέατα</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κτεάτειρα:''' ἡ (όπως αν προερχόταν από το <i>κτεᾰτήρ</i>), <i>κόσμων κτ</i>., εσύ που μας έκανες άξιους [[τιμής]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 19:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτεάτειρα Medium diacritics: κτεάτειρα Low diacritics: κτεάτειρα Capitals: ΚΤΕΑΤΕΙΡΑ
Transliteration A: kteáteira Transliteration B: kteateira Transliteration C: kteateira Beta Code: ktea/teira

English (LSJ)

[ᾰτ], ἡ (as if fem. of Κτεᾰτήρ),

   A possessor, Νὺξ μεγάλων κόσμων κ. A.Ag.356 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1518] ἡ (fem. zu einem nicht vorkommenden κτεατής), Erwerberinn, Besitzerinn, Spenderinn; νὺξ μεγάλων κόσμων κτεάτειρα Aesch. Ag. 347.

Greek (Liddell-Scott)

κτεάτειρα: ἡ, (ὡς εἰ ἐκ τοῦ κτεᾰτήρ), μεγάλων κόσμων κτ., σὺ ἡ καταστήσασα ἡμᾶς κατόχους..., Αἰσχύλ. Ἀγ. 356.

French (Bailly abrégé)

ας;
adj. f.
qui possède.
Étymologie: κτέαρ.

Greek Monolingual

κτεάτειρα, ἡ (Α)
η κάτοχος («νύξ φιλία, μεγάλων κόσμων κτεάτειρα» — αγαπημένη νύχτα, που κατέχεις μεγάλα στολίσματα, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κτεά-τειρα, αντί τών κτήτειρα, κτήτρια (< κτήτωρ), σχηματίστηκε με την επίδραση του τ. κτέατα].

Greek Monotonic

κτεάτειρα: ἡ (όπως αν προερχόταν από το κτεᾰτήρ), κόσμων κτ., εσύ που μας έκανες άξιους τιμής, σε Αισχύλ.