διεκπεραίνω: Difference between revisions
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διεκπεραίνω]] (Α) [[εκ [[περαίνω]]]]<br />[[φέρω]] εις [[πέρας]], [[ολοκληρώνω]], [[αποπερατώνω]]. | |mltxt=[[διεκπεραίνω]] (Α) [[εκ [[περαίνω]]]]<br />[[φέρω]] εις [[πέρας]], [[ολοκληρώνω]], [[αποπερατώνω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διεκπεραίνω:''' μέλ. <i>-ᾱνῶ</i>, [[φέρνω]] [[κάτι]] εις [[πέρας]], [[ολοκληρώνω]], [[αποπερατώνω]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 30 December 2018
English (LSJ)
A go through with, τὰ τούτων ἐχόμενα δ. X.Oec.6.1:—Pass., πρὶν . . βίος διεκπερανθῇ S.Fr.646.
German (Pape)
[Seite 618] ganz zu Ende bringen, Xen. Oec. 6, 1; ὁ βίος παντελῶς διεξεπεράνθη Soph. frg. 572. S. διεκπεράω.
Greek (Liddell-Scott)
διεκπεραίνω: μέλλ -ᾰνῶ, φέρω τι εἰς πέρας, τελειώνω, τὰ τούτων ἐχόμενα δ. Ξεν. Οἰκ. 6, 1. - Παθ., πρὶν… βίος διεκπερανθῇ Σοφ. Ἀποσπ. 572.
French (Bailly abrégé)
achever entièrement.
Étymologie: διά, ἐκπεραίνω.
Spanish (DGE)
exponer pormenorizadamente τὰ τούτων ἐχόμενα X.Oec.6.1.
Greek Monolingual
διεκπεραίνω (Α) [[εκ περαίνω]]
φέρω εις πέρας, ολοκληρώνω, αποπερατώνω.
Greek Monotonic
διεκπεραίνω: μέλ. -ᾱνῶ, φέρνω κάτι εις πέρας, ολοκληρώνω, αποπερατώνω, σε Ξεν.