συνδιαφέρω: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[διαφέρω]]<br />[[υποφέρω]] [[κάτι]] [[μέχρι]] το [[τέλος]] [[μαζί]] με άλλον («τοῑσι Χίοισι τὸν... πόλεμον συνδιήνεικαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπαρασύρω]] [[κάτι]] εδώ κι [[εκεί]] («ἀνέμου ἐπουριάσοντος τὰ ἀκάτια καὶ συνδιοίσοντος ὑψηλὴν καὶ ἐπ' [[ἄκρων]] τῶν κυμάτων τὴν ναῡν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «συνδιέφερε, συνεκρότει, συνηγωνίζετο».
|mltxt=ΜΑ [[διαφέρω]]<br />[[υποφέρω]] [[κάτι]] [[μέχρι]] το [[τέλος]] [[μαζί]] με άλλον («τοῑσι Χίοισι τὸν... πόλεμον συνδιήνεικαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπαρασύρω]] [[κάτι]] εδώ κι [[εκεί]] («ἀνέμου ἐπουριάσοντος τὰ ἀκάτια καὶ συνδιοίσοντος ὑψηλὴν καὶ ἐπ' [[ἄκρων]] τῶν κυμάτων τὴν ναῡν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «συνδιέφερε, συνεκρότει, συνηγωνίζετο».
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνδιαφέρω:''' μέλ. -[[διοίσω]],<br /><b class="num">I.</b> [[περιφέρω]], [[συμπαρασύρω]] εδώ κι [[εκεί]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[φέρνω]] εις [[πέρας]] από κοινού με κάποιον, [[συμβάλλω]] στη [[διατήρηση]] ή τη [[συντήρηση]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 19:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιαφέρω Medium diacritics: συνδιαφέρω Low diacritics: συνδιαφέρω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΦΕΡΩ
Transliteration A: syndiaphérō Transliteration B: syndiapherō Transliteration C: syndiafero Beta Code: sundiafe/rw

English (LSJ)

   A bear along with one, ἄνεμος σ. τὴν ναῦν Luc.Hist.Conscr.45.    II bear to the end along with, help in maintaining, οἱ Μιλήσιοι τοῖσι Χίοισι τὸν . . πόλεμον συνδιήνεικαν Hdt.1.18, cf. 5.79,99; ξυνδιήνεγκαν μεθ' ἡμῶν ἐσβολάς τε καὶ μάχας Ar.Eq.597 (troch.); σ. πάθος Plu.Brut.13, cf. Jul.Or.8.241c:—Med., τὰ τοῦ πολέμου Ph.1.323.

German (Pape)

[Seite 1008] (s. φέρω), mit od. zugleich durch- od. darübertragen, od. bis zu Ende ertragen, aushalten; πολλὰ γὰρ δὴ πράγματα ξυνδιήνεγκαν μεθ' ἡμῶν, εἰσβολάς τε καὶ μάχας, Ar. Equ. 594; dah. συνδιαφέρειν τινὶ τὸν πόλεμον, den Krieg bis zu Ende ertragen helfen, Her. 1, 18. 5, 79. 99; – mit austragen, verbreiten, ein Gerücht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαφέρω: φέρω ὁμοῦ, συμπαρασύρω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, δεήσει γὰρ τότε ποιητικοῦ τινος ἀνέμου ἐπουριάσοντος τὰ ἀκάτια καὶ συνδιοίσοντος ὑψηλὴν καὶ ἐπ’ ἄκρων τῶν κυμάτων τὴν ναῦν Λουκ. πῶς δεῖ Ἰστ. Συγγρ. 45. ΙΙ. φέρω μέχρι τέλους ὁμοῦ μετά τινος, συντελῶ εἰς διατήρησιν, οἱ Μιλήσιοι τοῖσι Χίοισι τόν... πόλεμον συνδιήκεικαν Ἡρόδ. 1. 18, πρβλ. 5. 79, 99· ξυνδιήνεγκαν μεθ’ ἡμῶν ἐσβολάς τε καὶ μάχας Ἀριστοφ. Ἱππ. 597· σ. πάθος Πλουτ. Βροῦτ. 13.

French (Bailly abrégé)

f. συνδιοίσω, ao., ao. ion., etc.
1 transporter avec ou en même temps;
2 supporter en même temps jusqu’au bout;
Moy. συνδιαφέρομαι aider à supporter : τινι πόλεμον HDT aider qqn à soutenir une guerre jusqu’au bout.
Étymologie: σύν, διαφέρω.

Greek Monolingual

ΜΑ διαφέρω
υποφέρω κάτι μέχρι το τέλος μαζί με άλλον («τοῑσι Χίοισι τὸν... πόλεμον συνδιήνεικαν», Ηρόδ.)
αρχ.
1. συμπαρασύρω κάτι εδώ κι εκεί («ἀνέμου ἐπουριάσοντος τὰ ἀκάτια καὶ συνδιοίσοντος ὑψηλὴν καὶ ἐπ' ἄκρων τῶν κυμάτων τὴν ναῡν», Λουκιαν.)
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «συνδιέφερε, συνεκρότει, συνηγωνίζετο».

Greek Monolingual

ΜΑ διαφέρω
υποφέρω κάτι μέχρι το τέλος μαζί με άλλον («τοῑσι Χίοισι τὸν... πόλεμον συνδιήνεικαν», Ηρόδ.)
αρχ.
1. συμπαρασύρω κάτι εδώ κι εκεί («ἀνέμου ἐπουριάσοντος τὰ ἀκάτια καὶ συνδιοίσοντος ὑψηλὴν καὶ ἐπ' ἄκρων τῶν κυμάτων τὴν ναῡν», Λουκιαν.)
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «συνδιέφερε, συνεκρότει, συνηγωνίζετο».

Greek Monotonic

συνδιαφέρω: μέλ. -διοίσω,
I. περιφέρω, συμπαρασύρω εδώ κι εκεί, σε Λουκ.
II. φέρνω εις πέρας από κοινού με κάποιον, συμβάλλω στη διατήρηση ή τη συντήρηση, σε Ηρόδ., Αριστοφ.