ἐπιτερπής: Difference between revisions
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιτερπής]], -ές (Α) [[επιτέρπομαι]]<br /><b>1.</b> [[ευχάριστος]], [[τερπνός]], που παρέχει [[τέρψη]] («ἃ καὶ λόγῳ ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπές», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που η θέα του προκαλεί [[ευχαρίστηση]] («πρόσοψιν ἐπιτερπῆ», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> ο [[έκδοτος]] στις ηδονές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιτερπῶς</i> (Α)<br />τερπνά, ευχάριστα. | |mltxt=[[ἐπιτερπής]], -ές (Α) [[επιτέρπομαι]]<br /><b>1.</b> [[ευχάριστος]], [[τερπνός]], που παρέχει [[τέρψη]] («ἃ καὶ λόγῳ ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπές», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που η θέα του προκαλεί [[ευχαρίστηση]] («πρόσοψιν ἐπιτερπῆ», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> ο [[έκδοτος]] στις ηδονές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιτερπῶς</i> (Α)<br />τερπνά, ευχάριστα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιτερπής:''' -ές ([[τέρπω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ευχάριστος]], [[γοητευτικός]], [[θελκτικός]], σε Ομηρ. Ύμν., Πλούτ.· επίρρ. -[[πῶς]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αφοσιωμένος στις ηδονές, παραδομένος στις απολαύσεις, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A pleasing, delightful, χῶρος h.Ap.413 ; ἃ καὶ λόγῳ.. ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπές Pl.Phdr.240e ; ἰδεῖν Plu.Rom.16 ; τῶν πεπραγμένων ἐ. αἱ μνῆμαι Arist.EN1166a25 : Sup., τὰ -έστατα Democr.233. Adv. -πῶς, διατίθεσθαι Phld.Mus.p.84K., cf. Plu.Num.13. II devoted to pleasure (unless = pleasant companion), Id.Alc.23.
German (Pape)
[Seite 991] ές, erfreulich, angenehm, χῶρος H. h. Apoll. 413; ἃ καὶ λόγῳ ἐστὶν ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπές Plat. Phaedr. 240 d; τῶν πεπραγμένων ἐπιτερπεῖς αἱ μνῆμαι Arist. Eth. 9, 4; εὐχὴ πολίταις εὐτερπὴς ἰδεῖν Plut. Rom. 16.; auch adv., Plut. Num. 13. – Dem Vergnügen ergeben, Plut. Alc. 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτερπής: -ές, παρέχων τέρψιν, τερπνός, εὐχάριστος, χῶρος, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 413· ἃ καὶ λόγῳ… ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπὲς Πλάτ. Φαῖδρ. 240D· ἰδεῖν Πλουτ. Ρωμ. 16· τῶν πεπραγμένων ἐπ. αἱ μνῆμαι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 4, 5. ― Ἐπίρρ. -πῶς, Πλουτ. Νουμ. 13. II. ὁ εἰς τέρψεις, ἡδονὰς ἀφωσιωμένος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 23.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 agréable, charmant;
2 adonné au plaisir.
Étymologie: ἐπιτέρπω.
Greek Monolingual
ἐπιτερπής, -ές (Α) επιτέρπομαι
1. ευχάριστος, τερπνός, που παρέχει τέρψη («ἃ καὶ λόγῳ ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπές», Πλάτ.)
2. αυτός που η θέα του προκαλεί ευχαρίστηση («πρόσοψιν ἐπιτερπῆ», Διόδ.)
3. ο έκδοτος στις ηδονές.
επίρρ...
ἐπιτερπῶς (Α)
τερπνά, ευχάριστα.
Greek Monotonic
ἐπιτερπής: -ές (τέρπω),
I. ευχάριστος, γοητευτικός, θελκτικός, σε Ομηρ. Ύμν., Πλούτ.· επίρρ. -πῶς, στον ίδ.
II. αφοσιωμένος στις ηδονές, παραδομένος στις απολαύσεις, στον ίδ.