λάρκος: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitasGenesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf

Menander, Monostichoi, 522
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λάρκος]], ὁ (Α)<br />[[κοφίνι]], [[ιδίως]] για [[μεταφορά]] ξυλοκάρβουνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>νάρκος</i> με [[επίδραση]] του τ. [[λάρναξ]]].
|mltxt=[[λάρκος]], ὁ (Α)<br />[[κοφίνι]], [[ιδίως]] για [[μεταφορά]] ξυλοκάρβουνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>νάρκος</i> με [[επίδραση]] του τ. [[λάρναξ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λάρκος:''' ὁ, [[κοφίνι]] για κάρβουνα, [[καλάθι]] για άνθρακα, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 19:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάρκος Medium diacritics: λάρκος Low diacritics: λάρκος Capitals: ΛΑΡΚΟΣ
Transliteration A: lárkos Transliteration B: larkos Transliteration C: larkos Beta Code: la/rkos

English (LSJ)

ὁ,

   A charcoal-basket, Ar.Ach.333, Alex.208, Lys.Fr.139 S. (Dissim. fr. νάρκος, cf. ναρκίον.)

German (Pape)

[Seite 16] ὁ, Korb, bes. Kohlenkorb, Ar. Ach. 350; Alexis bei Poll. 10, 111; VLL. erkl. ἀνθρακικὸν σκεῦος, u. Harpocr. führt es auch aus Lvs. an.

Greek (Liddell-Scott)

λάρκος: ὁ, κοφίνιον, ἀγγεῖον τῶν ἀνθράκων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 333, Ἄλεξ. ἐν «Σπονδοφόρῳ» 1, Λυσ. παρ’ Ἁρπ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «λάρκος ἀνθράκων φορμὸς» καὶ «λάρκον πλέγμα φορμῷ ὅμοιον, ἐν ᾧ ἄνθρακας φέρουσιν, ὁτὲ δὲ καὶ ἰσχάδας».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
panier à charbon.
Étymologie: DELG ναρκίον, avec influence de λάρναξ.

Greek Monolingual

λάρκος, ὁ (Α)
κοφίνι, ιδίως για μεταφορά ξυλοκάρβουνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < νάρκος με επίδραση του τ. λάρναξ].

Greek Monotonic

λάρκος: ὁ, κοφίνι για κάρβουνα, καλάθι για άνθρακα, σε Αριστοφ.