διοχλέω: Difference between revisions

From LSJ

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source
(big3_12)
(4)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[estorbar]], [[causar molestias]] c. ac. en sent. local (ὁ [[Ἀνδοκίδης]]) διώχληκε πόλεις πολλάς Lys.6.6, τὰς θύρας Gr.Nyss.<i>Paup</i>.106.8<br /><b class="num">•</b>gener. [[molestar]], [[turbar]], [[importunar]] τὴν ἀκρόασιν D.H.<i>Comp</i>.9.7, cf. Basil.<i>Ep</i>.266.1, cf. Hld.4.10.1, ἐπὶ πλέον Ph.1.356, abs. Plu.<i>Cim</i>.11<br /><b class="num">•</b>tb. c. dat. διώχλουν αὐτῷ τινὲς περὶ τῶν νόμων Arist.<i>Fr</i>.611.3, ἵνα μὴ τοῖς Ἕλλησι διοχλῶσι Plu.<i>Cim</i>.18, δ. μοι περὶ τῶν αὐτῶν Hld.5.20.1, cf. I.<i>AI</i> 9.34, <i>A.Andr.Gr</i>.42.16, <i>PUniv.Giss</i>.20.24 (II d.C.), Lib.<i>Or</i>.59.89, Them.<i>Or</i>.23.283a, ἐκείνην τὴν διαγωγήν Gr.Naz.<i>Ep</i>.249.14, Euagr.Pont.<i>Cap.Pract</i>.84.5, en v. pas. ὑπὸ τῶν ῥυθμῶν D.H.<i>Comp</i>.11.7, ἐν τῷ μεταξὺ πλῷ περὶ τῶν αὐτῶν οὐ κέκρικα διοχλεῖσθαι Luc.<i>Am</i>.50, παρ' ἡμῶν Gr.Naz.<i>Ep</i>.103.3, cf. <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1121.22 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>c. part. pred. del suj. ὡς ἀπόζουσα (ἡ [[αὐλή]]) μὴ διοχλοίη Longus.4.1.3<br /><b class="num">•</b>rel. c. la palabra [[aburrir]], [[fatigar]] c. ac. de pers. y part. pred. del suj. δεικνύναι πειρώμενος διοχλῶ πάλαι τοῦτ' αὐτοὺς ὑμᾶς εἰδότας os aburro intentando probarlo cuando hace tiempo que vosotros mismos lo conocéis</i> D.19.329, οὐδὲν [[δεῖ]] λεπτολογοῦντα μάτην τοὺς ἀναγνωσομένους διοχλεῖν D.C.59.18.3, cf. Iul.<i>Or</i>.3.78b, sin ac. διοχλήσω λέγων Aristid.<i>Or</i>.1.185, c. ac. de pers. y dat. σε τοῖς ἔξωθεν καὶ τοιούτοις ... δ. Hld.3.1.2, sin ac. τῷ μήκει δ. Lib.<i>Or</i>.11.124<br /><b class="num">•</b>fig. de abstr. [[perturbar]] ἡ κακία ... διοχλοῦσα τὸν βίον Gr.Nyss.<i>Or.Catech</i>.74.14, en v. pas. πρὸς τὸ [μ] ὴ διοχλεῖσθαί με ὑπὲ[ρ τ] ῶν [ἐπιτ] ίμων <i>PFam.Teb</i>.17.16 (II d.C.), ὅπως ἂν ὁ ... λόγος ὑπὸ τῶν φθαρτῶν [[εἴτε]] μερῶν [[εἴτε]] δυνάμεων μὴ διοχλῆται Them.<i>in de An</i>.37.28, cf. Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.86.<br /><b class="num">2</b> medic. [[molestar]], [[causar dolor]], [[atormentar]] c. ac. de pers. o partes del cuerpo πρόφασιν λέγοντος ὡς ῥεῦμα διοχλήσειεν αὐτόν Plu.<i>Demetr</i>.19, φλεγμονὴ τὸν πόδα διώχλησεν Ast.Am.<i>Hom</i>.5.7.6, cf. <i>A.Io</i>.76.13, c. dat. de pers. διοχλοῦντα τῷ κάμνοντι τὰ ἰώδη καὶ μελαγχολικὰ συμπτώματα Alex.Trall.1.609.9, en v. pas. ὅπως ... ὑπὸ βάρους ἡ κύουσα διοχλοῖτο Gal.4.237, cf. 742, 6.443<br /><b class="num">•</b>fig. οὐ μὴ διοχληθήσεται οὐδὲν οὔτε ὑπὸ Ὀδύνης Ceb.26.<br /><b class="num">3</b> [[reclamar]] un pago, [[instar]] c. ac. παρ' ἕκαστα διοχλούσης με reclamándome continuamente</i>, <i>POxy</i>.286.13 (I d.C.)<br /><b class="num">•</b>gener. [[reclamar]], [[exigir]] c. dat. τῇ Χλόῃ περιττότερον ... φιλήματος Longus 3.20.1.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[estorbar]], [[causar molestias]] c. ac. en sent. local (ὁ [[Ἀνδοκίδης]]) διώχληκε πόλεις πολλάς Lys.6.6, τὰς θύρας Gr.Nyss.<i>Paup</i>.106.8<br /><b class="num">•</b>gener. [[molestar]], [[turbar]], [[importunar]] τὴν ἀκρόασιν D.H.<i>Comp</i>.9.7, cf. Basil.<i>Ep</i>.266.1, cf. Hld.4.10.1, ἐπὶ πλέον Ph.1.356, abs. Plu.<i>Cim</i>.11<br /><b class="num">•</b>tb. c. dat. διώχλουν αὐτῷ τινὲς περὶ τῶν νόμων Arist.<i>Fr</i>.611.3, ἵνα μὴ τοῖς Ἕλλησι διοχλῶσι Plu.<i>Cim</i>.18, δ. μοι περὶ τῶν αὐτῶν Hld.5.20.1, cf. I.<i>AI</i> 9.34, <i>A.Andr.Gr</i>.42.16, <i>PUniv.Giss</i>.20.24 (II d.C.), Lib.<i>Or</i>.59.89, Them.<i>Or</i>.23.283a, ἐκείνην τὴν διαγωγήν Gr.Naz.<i>Ep</i>.249.14, Euagr.Pont.<i>Cap.Pract</i>.84.5, en v. pas. ὑπὸ τῶν ῥυθμῶν D.H.<i>Comp</i>.11.7, ἐν τῷ μεταξὺ πλῷ περὶ τῶν αὐτῶν οὐ κέκρικα διοχλεῖσθαι Luc.<i>Am</i>.50, παρ' ἡμῶν Gr.Naz.<i>Ep</i>.103.3, cf. <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1121.22 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>c. part. pred. del suj. ὡς ἀπόζουσα (ἡ [[αὐλή]]) μὴ διοχλοίη Longus.4.1.3<br /><b class="num">•</b>rel. c. la palabra [[aburrir]], [[fatigar]] c. ac. de pers. y part. pred. del suj. δεικνύναι πειρώμενος διοχλῶ πάλαι τοῦτ' αὐτοὺς ὑμᾶς εἰδότας os aburro intentando probarlo cuando hace tiempo que vosotros mismos lo conocéis</i> D.19.329, οὐδὲν [[δεῖ]] λεπτολογοῦντα μάτην τοὺς ἀναγνωσομένους διοχλεῖν D.C.59.18.3, cf. Iul.<i>Or</i>.3.78b, sin ac. διοχλήσω λέγων Aristid.<i>Or</i>.1.185, c. ac. de pers. y dat. σε τοῖς ἔξωθεν καὶ τοιούτοις ... δ. Hld.3.1.2, sin ac. τῷ μήκει δ. Lib.<i>Or</i>.11.124<br /><b class="num">•</b>fig. de abstr. [[perturbar]] ἡ κακία ... διοχλοῦσα τὸν βίον Gr.Nyss.<i>Or.Catech</i>.74.14, en v. pas. πρὸς τὸ [μ] ὴ διοχλεῖσθαί με ὑπὲ[ρ τ] ῶν [ἐπιτ] ίμων <i>PFam.Teb</i>.17.16 (II d.C.), ὅπως ἂν ὁ ... λόγος ὑπὸ τῶν φθαρτῶν [[εἴτε]] μερῶν [[εἴτε]] δυνάμεων μὴ διοχλῆται Them.<i>in de An</i>.37.28, cf. Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.86.<br /><b class="num">2</b> medic. [[molestar]], [[causar dolor]], [[atormentar]] c. ac. de pers. o partes del cuerpo πρόφασιν λέγοντος ὡς ῥεῦμα διοχλήσειεν αὐτόν Plu.<i>Demetr</i>.19, φλεγμονὴ τὸν πόδα διώχλησεν Ast.Am.<i>Hom</i>.5.7.6, cf. <i>A.Io</i>.76.13, c. dat. de pers. διοχλοῦντα τῷ κάμνοντι τὰ ἰώδη καὶ μελαγχολικὰ συμπτώματα Alex.Trall.1.609.9, en v. pas. ὅπως ... ὑπὸ βάρους ἡ κύουσα διοχλοῖτο Gal.4.237, cf. 742, 6.443<br /><b class="num">•</b>fig. οὐ μὴ διοχληθήσεται οὐδὲν οὔτε ὑπὸ Ὀδύνης Ceb.26.<br /><b class="num">3</b> [[reclamar]] un pago, [[instar]] c. ac. παρ' ἕκαστα διοχλούσης με reclamándome continuamente</i>, <i>POxy</i>.286.13 (I d.C.)<br /><b class="num">•</b>gener. [[reclamar]], [[exigir]] c. dat. τῇ Χλόῃ περιττότερον ... φιλήματος Longus 3.20.1.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διοχλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[προβληματίζω]] ή [[ενοχλώ]] υπερβολικά, [[ταράζω]], σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 19:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοχλέω Medium diacritics: διοχλέω Low diacritics: διοχλέω Capitals: ΔΙΟΧΛΕΩ
Transliteration A: diochléō Transliteration B: diochleō Transliteration C: diochleo Beta Code: dioxle/w

English (LSJ)

   A annoy exceedingly, πόλεις Lys.6.6; weary, bore, D.19.329: pf. διώχληκα Jul.Or.2.78b; press for payment, POxy.286.13 (i A. D.); later, τινί Aeschin.Ep.2.2, Plu.Cim.18, Longus 3.20: abs., Ph.1.356:—Pass., Luc.Am.50, IG3.48 (iii A. D.); ὑπὸ ῥυθμῶν D.H. Comp.11.

Greek (Liddell-Scott)

διοχλέω: ταράττω, ἐνοχλῶ τινα εἰς ὑπερβολήν, τινα Λυσ. 103. 38, Δημ. 446. 24· μεταγεν., τινὶ Πλούτ. Κιμ. 18· - Παθ., Λουκ. Ἐρωτ. 50.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
troubler, causer du trouble à, τινα ou τινι.
Étymologie: διά, ὀχλέω.

Spanish (DGE)

1 estorbar, causar molestias c. ac. en sent. local (ὁ Ἀνδοκίδης) διώχληκε πόλεις πολλάς Lys.6.6, τὰς θύρας Gr.Nyss.Paup.106.8
gener. molestar, turbar, importunar τὴν ἀκρόασιν D.H.Comp.9.7, cf. Basil.Ep.266.1, cf. Hld.4.10.1, ἐπὶ πλέον Ph.1.356, abs. Plu.Cim.11
tb. c. dat. διώχλουν αὐτῷ τινὲς περὶ τῶν νόμων Arist.Fr.611.3, ἵνα μὴ τοῖς Ἕλλησι διοχλῶσι Plu.Cim.18, δ. μοι περὶ τῶν αὐτῶν Hld.5.20.1, cf. I.AI 9.34, A.Andr.Gr.42.16, PUniv.Giss.20.24 (II d.C.), Lib.Or.59.89, Them.Or.23.283a, ἐκείνην τὴν διαγωγήν Gr.Naz.Ep.249.14, Euagr.Pont.Cap.Pract.84.5, en v. pas. ὑπὸ τῶν ῥυθμῶν D.H.Comp.11.7, ἐν τῷ μεταξὺ πλῷ περὶ τῶν αὐτῶν οὐ κέκρικα διοχλεῖσθαι Luc.Am.50, παρ' ἡμῶν Gr.Naz.Ep.103.3, cf. IG 22.1121.22 (IV d.C.)
c. part. pred. del suj. ὡς ἀπόζουσα (ἡ αὐλή) μὴ διοχλοίη Longus.4.1.3
rel. c. la palabra aburrir, fatigar c. ac. de pers. y part. pred. del suj. δεικνύναι πειρώμενος διοχλῶ πάλαι τοῦτ' αὐτοὺς ὑμᾶς εἰδότας os aburro intentando probarlo cuando hace tiempo que vosotros mismos lo conocéis D.19.329, οὐδὲν δεῖ λεπτολογοῦντα μάτην τοὺς ἀναγνωσομένους διοχλεῖν D.C.59.18.3, cf. Iul.Or.3.78b, sin ac. διοχλήσω λέγων Aristid.Or.1.185, c. ac. de pers. y dat. σε τοῖς ἔξωθεν καὶ τοιούτοις ... δ. Hld.3.1.2, sin ac. τῷ μήκει δ. Lib.Or.11.124
fig. de abstr. perturbar ἡ κακία ... διοχλοῦσα τὸν βίον Gr.Nyss.Or.Catech.74.14, en v. pas. πρὸς τὸ [μ] ὴ διοχλεῖσθαί με ὑπὲ[ρ τ] ῶν [ἐπιτ] ίμων PFam.Teb.17.16 (II d.C.), ὅπως ἂν ὁ ... λόγος ὑπὸ τῶν φθαρτῶν εἴτε μερῶν εἴτε δυνάμεων μὴ διοχλῆται Them.in de An.37.28, cf. Gr.Nyss.Eun.2.86.
2 medic. molestar, causar dolor, atormentar c. ac. de pers. o partes del cuerpo πρόφασιν λέγοντος ὡς ῥεῦμα διοχλήσειεν αὐτόν Plu.Demetr.19, φλεγμονὴ τὸν πόδα διώχλησεν Ast.Am.Hom.5.7.6, cf. A.Io.76.13, c. dat. de pers. διοχλοῦντα τῷ κάμνοντι τὰ ἰώδη καὶ μελαγχολικὰ συμπτώματα Alex.Trall.1.609.9, en v. pas. ὅπως ... ὑπὸ βάρους ἡ κύουσα διοχλοῖτο Gal.4.237, cf. 742, 6.443
fig. οὐ μὴ διοχληθήσεται οὐδὲν οὔτε ὑπὸ Ὀδύνης Ceb.26.
3 reclamar un pago, instar c. ac. παρ' ἕκαστα διοχλούσης με reclamándome continuamente, POxy.286.13 (I d.C.)
gener. reclamar, exigir c. dat. τῇ Χλόῃ περιττότερον ... φιλήματος Longus 3.20.1.

Greek Monotonic

διοχλέω: μέλ. -ήσω, προβληματίζω ή ενοχλώ υπερβολικά, ταράζω, σε Δημ.