κοίμημα: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοίμημα]], τὸ (Α) [[κοιμώμαι]]<br /><b>1.</b> το να κοιμάται [[κάποιος]] με άλλον, το [[πλάγιασμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> («κοιμήματά τ' αὐτογέννητα»<br />(για την Ιοκάστη με τον Οιδίποδα) η [[συγκοίμηση]] της μητέρας με το [[τέκνο]] της (<b>Σοφ.</b>).
|mltxt=[[κοίμημα]], τὸ (Α) [[κοιμώμαι]]<br /><b>1.</b> το να κοιμάται [[κάποιος]] με άλλον, το [[πλάγιασμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> («κοιμήματά τ' αὐτογέννητα»<br />(για την Ιοκάστη με τον Οιδίποδα) η [[συγκοίμηση]] της μητέρας με το [[τέκνο]] της (<b>Σοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κοίμημα:''' τό ([[κοιμάω]]), ύπνος, <i>κοιμήματα αὐτογέννητα</i>, σαρκική [[συνεύρεση]] της μητέρας με το ίδιο της το [[παιδί]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 19:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοίμημα Medium diacritics: κοίμημα Low diacritics: κοίμημα Capitals: ΚΟΙΜΗΜΑ
Transliteration A: koímēma Transliteration B: koimēma Transliteration C: koimima Beta Code: koi/mhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A sleep, in pl., S.Ichn.268; κ. αὐτογέννητα intercourse of the mother with her own child, Id.Ant.864 (lyr.): sg., Erot.s.v. κωματώδεες.

German (Pape)

[Seite 1467] τό, Schlaf, VLL. Erkl. von κοῖτος u. κῶμα. – Der Beischlaf, κοιαήματά τ' αὐτογέννητ' ἐμῷ πατρὶ δυσμόρου μητρός, mit der Mutter, Soph. Ant. 856.

Greek (Liddell-Scott)

κοίμημα: τό, (κοιμάω) ὡς καὶ νῦν, κοιμήματα αὐτογέννητα, συγκοίμησις μητρὸς μετὰ τοῦ τέκνου αὑτῆς, Σοφ. Ἀντ. 864.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
action de coucher avec, gén..
Étymologie: κοιμάω.

Greek Monolingual

κοίμημα, τὸ (Α) κοιμώμαι
1. το να κοιμάται κάποιος με άλλον, το πλάγιασμα
2. φρ. («κοιμήματά τ' αὐτογέννητα»
(για την Ιοκάστη με τον Οιδίποδα) η συγκοίμηση της μητέρας με το τέκνο της (Σοφ.).

Greek Monotonic

κοίμημα: τό (κοιμάω), ύπνος, κοιμήματα αὐτογέννητα, σαρκική συνεύρεση της μητέρας με το ίδιο της το παιδί, σε Σοφ.