ἐφύω: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐφύω]] (Α)<br /><b>1.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐφύει</i><br />α) βρέχει [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br />β) βρέχει [[κατόπιν]] («ἐφύει γὰρ [[ὅπου]] ἄν ἐφιστῇ», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (μτχ. παθ. παρακμ.) <i>ἐφυσμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />εκτεθειμένος στη [[βροχή]], βρεγμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ὕω</i> «[[βρέχω]]»].
|mltxt=[[ἐφύω]] (Α)<br /><b>1.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐφύει</i><br />α) βρέχει [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br />β) βρέχει [[κατόπιν]] («ἐφύει γὰρ [[ὅπου]] ἄν ἐφιστῇ», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (μτχ. παθ. παρακμ.) <i>ἐφυσμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />εκτεθειμένος στη [[βροχή]], βρεγμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ὕω</i> «[[βρέχω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐφύω:''' [[βρέχω]], μτχ. Παθ. παρακ., [[ἐφυσμένος]], βρεγμένος, εκτεθειμένος στην [[βροχή]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 19:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφύω Medium diacritics: ἐφύω Low diacritics: εφύω Capitals: ΕΦΥΩ
Transliteration A: ephýō Transliteration B: ephyō Transliteration C: efyo Beta Code: e)fu/w

English (LSJ)

[ῡ],

   A rain upon: impers. ἐφύει, c. dat., Thphr.HP4.14.8, etc.: abs., it rains after, Id.CP6.17.7:—pf. part. Pass. ἐφυσμένος exposed to rain, X.Cyn.9.5.

German (Pape)

[Seite 1124] (s. ὕω), beregnen, ἐφυσμένος, beregnet, Xen. Cyn. 9, 4. – Impers. ἐφύει, es regnet darauf, Theophr., auch = hinterher, id.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφύω: ἀπρόσ., ἐφύει, βρέχει ἐπάνω εἴς τι, μετὰ δοτ., χείριστον δὲ ἐὰν ἀπανθοῦσί τισιν ἐφύσῃ καθάπερ ἐλάᾳ καὶ ἀμπέλῳ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 8, κτλ.· ἀπολ., ἐφύει γὰρ ὅπου ἂν ἐπιστῇ ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 17, 7· μετοχ. παθ. πρκμ. ἐφυσμένος, βεβρεγμένος, ἐκτεθειμένος εἰς τὴν βροχήν, Ξεν. Κυν. 9, 5.

French (Bailly abrégé)

I. mouiller de pluie ; part. pf. Pass. ἐφυσμένος trempé de pluie;
II. impers. • ἐφύει :
1 il pleut sur;
2 il pleut ensuite.
Étymologie: ἐπί, ὕω.

Greek Monolingual

ἐφύω (Α)
1. απρόσ. ἐφύει
α) βρέχει πάνω σε κάτι
β) βρέχει κατόπιν («ἐφύει γὰρ ὅπου ἄν ἐφιστῇ», Θεόφρ.)
2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ἐφυσμένος, -η, -ον
εκτεθειμένος στη βροχή, βρεγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὕω «βρέχω»].

Greek Monotonic

ἐφύω: βρέχω, μτχ. Παθ. παρακ., ἐφυσμένος, βρεγμένος, εκτεθειμένος στην βροχή, σε Ξεν.