ὑπομενετικός: Difference between revisions
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(44) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ, και [[ὑπομενητικός]], -ή, -όν, Α [[ὑπομενετός]] / [[ὑπομενητός]]<br />ὑπομονετικός<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπομενετικόν</i><br />η [[ιδιότητα]] του υπομονετικού<br /><b>αρχ.</b><br />[[επίμονος]], [[πεισματάρης]]. | |mltxt=-ή, -όν, ΜΑ, και [[ὑπομενητικός]], -ή, -όν, Α [[ὑπομενετός]] / [[ὑπομενητός]]<br />ὑπομονετικός<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπομενετικόν</i><br />η [[ιδιότητα]] του υπομονετικού<br /><b>αρχ.</b><br />[[επίμονος]], [[πεισματάρης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπομενετικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει την [[δύναμη]] να υπομένει, [[υπομονετικός]], [[τῶν]] δεινῶν, σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A disposed to undergo, patient of, τῶν δεινῶν Arist.EN1115a25 (Comp.); κινδύνων Id.EE1232a26; πρὸς λύπας ib. 1229b5. 2 obstinate, διδασκαλίαι Demetr.Lac.Herc.1012.47. Codd. also have ὑπομενητικός or ὑπομενε-μονητικός, Hp.Decent.3, Pl.Def. 412b, 416a, Arist.VV1250b14, Chrysipp.Stoic.3.125, Andronic.Rhod. p.576 M., Hierocl. in CA7p.429M. Adv. -κῶς Stoic.3.72.
German (Pape)
[Seite 1225] ή, όν, ausdauernd, aushaltend; Arist. eth. 3, 6; M. Ant. 1, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπομενετικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὸ προτέρημα ἢ τὴν δύναμιν νὰ ὑπομένῃ, ὁ ὑπομένων τι, ὑπομονητικός, τῶν δεινῶν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 6, 6· κινδύνων ὁ αὐτ. Ἠθικ. Εὐδ. 3. 5, 2· πρὸς λύπας αὐτόθι 3. 1, 19· - ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ὡσαύτως, ὑπομενητικός ἢ -μονητικός, Πλάτ. Ὅροι 412Β, 416Β, Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. καὶ Κακ. 5. 1.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui se résigne volontiers, endurant, patient.
Étymologie: ὑπομένω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ, και ὑπομενητικός, -ή, -όν, Α ὑπομενετός / ὑπομενητός
ὑπομονετικός
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπομενετικόν
η ιδιότητα του υπομονετικού
αρχ.
επίμονος, πεισματάρης.
Greek Monotonic
ὑπομενετικός: -ή, -όν, αυτός που έχει την δύναμη να υπομένει, υπομονετικός, τῶν δεινῶν, σε Αριστ.