ὁμοεθνής: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(28) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[ὁμοεθνής]], -ές)<br />αυτός που ανήκει στο ίδιο [[έθνος]] ή στην [[ίδια]] [[φυλή]], [[ομογενής]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για ζώο) αυτός που ανήκει στο ίδιο [[είδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>εθνής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔθνος]]), <b>πρβλ.</b> <i>αλλο</i>-<i>εθνής</i>]. | |mltxt=-ές (Α [[ὁμοεθνής]], -ές)<br />αυτός που ανήκει στο ίδιο [[έθνος]] ή στην [[ίδια]] [[φυλή]], [[ομογενής]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για ζώο) αυτός που ανήκει στο ίδιο [[είδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>εθνής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔθνος]]), <b>πρβλ.</b> <i>αλλο</i>-<i>εθνής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁμοεθνής:''' -ές ([[ἔθνος]]), αυτός που ανήκει στον ίδιο λαό, στο ίδιο [[έθνος]] ή στην [[ίδια]] [[φυλή]], σε Ηρόδ., Αριστ.· γενικά, αυτός που ανήκει στο ίδιο είδος, [[ομοειδής]], σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A of the same people or race, Hdt.1.91, Arist.Rh.1384a11, Plb.1.67.3 : less wide than ὁμόφυλος, Id.11.19.3. 2 generally, of the same kind, [ζῷα] Arist.EN1155a19 ; τροφὴ ὁ. Ael.NA13.3.
German (Pape)
[Seite 334] ές, von gleichem Volke seiend; Her. 1, 91; Pol. 30, 6, 7; οὐχ οἷον ὁμοεθνέσιν, ἀλλ' οὐδ' ὁμοφύλοις χρησάμενος στρατοπέδοις, 11, 19, 3; πρὸς ἄλληλα, Arist. eth. 8, 1; D. Sic. 1, 68; Luc. Alex. 51.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοεθνής: -ές, ὁ ἐκ τοῦ αὐτοῦ ἔθνους ἢ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς, Ἡρόδ. 1. 91, Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 12· ἧττον εὐρὺ τοῦ ὁμόφυλος Πολύβ. 11. 19, 3. 2) καθόλου, ὁμοειδής, τοῦ αὐτοῦ εἴδους, πρὸς ἄλληλα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 1, 3· τροφὴ ὁμ. Αἰλ. π. Ζ. 13. 3.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 du même peuple ou de la même race;
2 de la même espèce.
Étymologie: ὁμός, ἔθνος.
Greek Monolingual
-ές (Α ὁμοεθνής, -ές)
αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην ίδια φυλή, ομογενής
αρχ.
(για ζώο) αυτός που ανήκει στο ίδιο είδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -εθνής (< ἔθνος), πρβλ. αλλο-εθνής].
Greek Monotonic
ὁμοεθνής: -ές (ἔθνος), αυτός που ανήκει στον ίδιο λαό, στο ίδιο έθνος ή στην ίδια φυλή, σε Ηρόδ., Αριστ.· γενικά, αυτός που ανήκει στο ίδιο είδος, ομοειδής, σε Αριστ.