ἐρυσίπτολις: Difference between revisions
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
(14) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐρυσίπτολις]], ὁ, ἡ (AM)<br />ο [[προστάτης]] της πόλης<br /><b>αρχ.</b><br />επίθ. της Αθηνάς («Ἀθηναίη ἐρυσίπτολι», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερύω]] (II) <span style="color: red;">+</span> [[πτόλις]], επικ. χ. [[αντί]] [[πόλις]]. | |mltxt=[[ἐρυσίπτολις]], ὁ, ἡ (AM)<br />ο [[προστάτης]] της πόλης<br /><b>αρχ.</b><br />επίθ. της Αθηνάς («Ἀθηναίη ἐρυσίπτολι», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερύω]] (II) <span style="color: red;">+</span> [[πτόλις]], επικ. χ. [[αντί]] [[πόλις]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐρῠσίπτολις:''' ὁ, ἡ ([[ἐρύομαι]]), αυτός που προστατεύει την πόλη, [[πολιούχος]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ, ἡ, (ἐρύω B)
A protecting the city, epith. of Athena, Il.6.305 codd. (ῥυσ- Sch.), h.Hom.11.1,28.3.
German (Pape)
[Seite 1037] ἡ, Städteschirmerinn, -Retterinn, Athene, Il. 6, 301 im voc., wie H. h. 11, 1. 28, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρῠσίπτολις: ὁ, ἡ, (ἐρύομαι) ἐπίθετον τῆς Ἀθηνᾶς, ἡ προστατεύουσα, ὑπερασπίζουσα τὴν πόλιν, πότνι’ Ἀθηναίη, ἐρυσίπτολι (ἀλλ’ ἐν ταῖς ἀρίσταις νεωτάταις ἐκδόσεσιν ἐπικρατεῖ ἡ γραφὴ ῥυσίπτολι) Ἰλ. Ζ. 305, Ὁμ. Ὕμν. 10. 1. 28. 3.
French (Bailly abrégé)
ιος;
voc. ι;
protectrice des villes (Athéna).
Étymologie: ἐρύω, πτόλις.
English (Autenrieth)
(ἐρύω): city-rescuing, city-protecting, epith. of Athēna, Il. 6.305†.
Greek Monolingual
ἐρυσίπτολις, ὁ, ἡ (AM)
ο προστάτης της πόλης
αρχ.
επίθ. της Αθηνάς («Ἀθηναίη ἐρυσίπτολι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερύω (II) + πτόλις, επικ. χ. αντί πόλις.
Greek Monotonic
ἐρῠσίπτολις: ὁ, ἡ (ἐρύομαι), αυτός που προστατεύει την πόλη, πολιούχος, σε Ομήρ. Ιλ.