προλεύσσω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[προβλέπω]] («ἄλλ' οἶα χρὴ παθεῑν με πρὸς τούτων ἔτι δοκῶ προλεύσσειν», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λεύσσω]] «[[βλέπω]], [[παρατηρώ]]»].
|mltxt=Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[προβλέπω]] («ἄλλ' οἶα χρὴ παθεῑν με πρὸς τούτων ἔτι δοκῶ προλεύσσειν», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λεύσσω]] «[[βλέπω]], [[παρατηρώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προλεύσσω:''' [[βλέπω]] [[πριν]] από κάποιον ή πιο [[μπροστά]], [[προβλέπω]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 19:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προλεύσσω Medium diacritics: προλεύσσω Low diacritics: προλεύσσω Capitals: ΠΡΟΛΕΥΣΣΩ
Transliteration A: proleússō Transliteration B: proleussō Transliteration C: proleysso Beta Code: proleu/ssw

English (LSJ)

   A see before oneself or in front, S.Ph.1360.

German (Pape)

[Seite 733] vorher od. vor sich sehen, οἷα χρὴ παθεῖν με, Soph. Phil. 1344.

Greek (Liddell-Scott)

προλεύσσω: προβλέπω, ἀλλ’ οἷα χρὴ παθεῖν με πρὸς τούτων ἔτι δοκῶ προλεύσειν Σοφ. Φ. 1360.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
prévoir, acc..
Étymologie: πρό, λεύσσω.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) προβλέπω («ἄλλ' οἶα χρὴ παθεῑν με πρὸς τούτων ἔτι δοκῶ προλεύσσειν», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λεύσσω «βλέπω, παρατηρώ»].

Greek Monotonic

προλεύσσω: βλέπω πριν από κάποιον ή πιο μπροστά, προβλέπω, σε Σοφ.