κυλίστρα: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
(22) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[κυλίστρα]]) [[κυλίνδω]]<br />ειδικό [[μέρος]] όπου κυλιούνται τα άλογα και γενικά τα ζώα<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επικλινής]] και [[λεία]] [[φυσική]] ή τεχνητή [[επιφάνεια]], στην οποία κατολισθαίνουν τα [[παιδιά]] παίζοντας, [[τσουλίστρα]], [[τσουλήθρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κονίστρα]] παλαίστρας. | |mltxt=η (AM [[κυλίστρα]]) [[κυλίνδω]]<br />ειδικό [[μέρος]] όπου κυλιούνται τα άλογα και γενικά τα ζώα<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επικλινής]] και [[λεία]] [[φυσική]] ή τεχνητή [[επιφάνεια]], στην οποία κατολισθαίνουν τα [[παιδιά]] παίζοντας, [[τσουλίστρα]], [[τσουλήθρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κονίστρα]] παλαίστρας. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κῠλίστρα:''' ἡ, [[χώρος]] για [[κύλισμα]] αλόγων, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A place for horses to roll in, Poll.1.183, Hippiatr. 5, Sch.Ar.Ra.935; cf. καλίστρα.
Greek (Liddell-Scott)
κῠλίστρα: ἡ, τόπος ἐν ᾧ ἵπποι κυλίονται, Ξεν. Ἱππ. 5, 3, Ἱππιατρ. 27. 25, Πολυδ. Α΄, 183· πρβλ. κονίστρα.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
lieu où les chevaux se roulent dans la poussière ou sur l’herbe.
Étymologie: κυλίνδω.
Greek Monolingual
η (AM κυλίστρα) κυλίνδω
ειδικό μέρος όπου κυλιούνται τα άλογα και γενικά τα ζώα
νεοελλ.
επικλινής και λεία φυσική ή τεχνητή επιφάνεια, στην οποία κατολισθαίνουν τα παιδιά παίζοντας, τσουλίστρα, τσουλήθρα
αρχ.
κονίστρα παλαίστρας.