λινόπεπλος: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λινόπεπλος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[φορά]] λινή [[εσθήτα]], λινό [[φόρεμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -[[πέπλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέπλος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καλλί</i>-<i>πεπλος</i>, <i>μελάμ</i>-<i>πεπλος</i>].
|mltxt=[[λινόπεπλος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[φορά]] λινή [[εσθήτα]], λινό [[φόρεμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -[[πέπλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέπλος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καλλί</i>-<i>πεπλος</i>, <i>μελάμ</i>-<i>πεπλος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐνόπεπλος:''' -ον, αυτός που [[φορά]] λινό [[φόρεμα]] ή λινό πέπλο, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 19:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνόπεπλος Medium diacritics: λινόπεπλος Low diacritics: λινόπεπλος Capitals: ΛΙΝΟΠΕΠΛΟΣ
Transliteration A: linópeplos Transliteration B: linopeplos Transliteration C: linopeplos Beta Code: lino/peplos

English (LSJ)

ον,

   A with linen robe, AP6.231 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 49] mit linnenem Gewand, δαίμων, Philp. 107 (VI, 231).

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόπεπλος: -ον, ἔχων λινῆν ἐσθῆτα, Ἀνθ. Π. 6. 231.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au voile de lin.
Étymologie: λίνον, πέπλος.

Greek Monolingual

λινόπεπλος, -ον (Α)
αυτός που φορά λινή εσθήτα, λινό φόρεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -πέπλος (< πέπλος), πρβλ. καλλί-πεπλος, μελάμ-πεπλος].

Greek Monotonic

λῐνόπεπλος: -ον, αυτός που φορά λινό φόρεμα ή λινό πέπλο, σε Ανθ.