τοπογράφος: Difference between revisions
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
(41) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> [[τεχνολόγος]] [[επιστήμονας]] ασχολούμενος με γενικές και ειδικές τοπογραφικές εργασίες, όπως [[είναι]] η [[κάθε]] τύπου [[χαρτογράφηση]], η [[χάραξη]] τεχνικών έργων κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιγράφει έναν [[τόπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόπος]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>topographer</i>]. | |mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> [[τεχνολόγος]] [[επιστήμονας]] ασχολούμενος με γενικές και ειδικές τοπογραφικές εργασίες, όπως [[είναι]] η [[κάθε]] τύπου [[χαρτογράφηση]], η [[χάραξη]] τεχνικών έργων κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιγράφει έναν [[τόπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόπος]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>topographer</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τοπογράφος:''' [ᾰ], ὁ ([[γράφω]]) αυτός που ασχολείται με την [[τοπογραφία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 30 December 2018
English (LSJ)
(parox.), ὁ,
A topographer, D.S.31.18.
German (Pape)
[Seite 1129] einen Ort, eine Gegend beschreibend, die Lage, die Gränzen eines Ortes, einer Gegend bezeichnend, bestimmend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τοπογράφος: [ᾰ], ὁ, ἀσχολούμενος εἰς τοπογραφίαν.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
topographe.
Étymologie: τόπος, γράφω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
τεχνολ. τεχνολόγος επιστήμονας ασχολούμενος με γενικές και ειδικές τοπογραφικές εργασίες, όπως είναι η κάθε τύπου χαρτογράφηση, η χάραξη τεχνικών έργων κ.ά.
αρχ.
αυτός που περιγράφει έναν τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + -γράφος. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. topographer].
Greek Monotonic
τοπογράφος: [ᾰ], ὁ (γράφω) αυτός που ασχολείται με την τοπογραφία.