προεπιβουλεύω: Difference between revisions
From LSJ
θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />[[επιβουλεύω]], [[σχεδιάζω]] [[πρώτος]] [[κακό]] [[εναντίον]] κάποιου. | |mltxt=Α<br />[[επιβουλεύω]], [[σχεδιάζω]] [[πρώτος]] [[κακό]] [[εναντίον]] κάποιου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προεπιβουλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[επιβουλεύω]], συνομωτώ [[εναντίον]] κάποιου από [[πριν]], <i>τινί</i>, σε Θουκ. — Παθ., είμαι το [[αντικείμενο]] τέτοιων επιβουλεύσεων, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 30 December 2018
English (LSJ)
A plot against beforehand, τινι Th.1.33:—Pass., to be the object of such plots, Id.3.83, D.S.19.65(s. v.l.).
German (Pape)
[Seite 721] vorher nachstellen, τινί, Thuc. 1, 33; pass., 3, 83.
Greek (Liddell-Scott)
προεπιβουλεύω: ἐπιβουλεύω πρότερον, τινὶ Θουκ. 1. 33. ― Παθ., ὁ αὐτ. 3. 83, Διόδ. 19. 65. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 15.
French (Bailly abrégé)
tendre auparavant des embûches à, τινι.
Étymologie: πρό, ἐπιβουλεύω.
Greek Monolingual
Α
επιβουλεύω, σχεδιάζω πρώτος κακό εναντίον κάποιου.
Greek Monotonic
προεπιβουλεύω: μέλ. -σω, επιβουλεύω, συνομωτώ εναντίον κάποιου από πριν, τινί, σε Θουκ. — Παθ., είμαι το αντικείμενο τέτοιων επιβουλεύσεων, στον ίδ.