κουρότερος: Difference between revisions

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κουρότερος]], -έρα, -ον (Α) [[κούρος]]<br /><b>1.</b> [[νεώτερος]], νεανικότερος («μηδ' ἐρίδαινε μετ' ἀνδράσι κουροτέροισιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (στις περισσότερες περιπτώσεις λαμβάνεται ως [[θετικός]] [[βαθμός]]) [[νέος]], [[κούρος]].
|mltxt=[[κουρότερος]], -έρα, -ον (Α) [[κούρος]]<br /><b>1.</b> [[νεώτερος]], νεανικότερος («μηδ' ἐρίδαινε μετ' ἀνδράσι κουροτέροισιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (στις περισσότερες περιπτώσεις λαμβάνεται ως [[θετικός]] [[βαθμός]]) [[νέος]], [[κούρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κουρότερος:''' -α, -ον, συγκρ. του [[κοῦρος]], νεότερος, περισσότερο [[νέος]], σε Όμηρ.· χρησιμοποιείται [[κυρίως]] ως [[θετικός]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουρότερος Medium diacritics: κουρότερος Low diacritics: κουρότερος Capitals: ΚΟΥΡΟΤΕΡΟΣ
Transliteration A: kouróteros Transliteration B: kouroteros Transliteration C: kouroteros Beta Code: kouro/teros

English (LSJ)

α, ον, Comp. form of κοῦρος (A) (cf. βασιλεύς, -λεύτερος),

   A young, opp. elder, Il.4.316, Od.21.310, Hes.Op.[447]: as fem., A.R.1.684.

Greek (Liddell-Scott)

κουρότερος: -α, -ον, συγκρ. τοῦ κοῦρος (πρβλ. βασιλεύς, -λεύτερος), νεώτερος, νεανικώτερος, ἄνδρες Ἰλ. Δ. 316, Ὀδ. Φ. 310, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 445˙ ὡς θηλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 684˙ ― ἐν τοῖς πλείστοις τῶν χωρίων κεῖται σχεδὸν ὡς θετικόν, πρβλ. ἀγρότερος.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
plus jeune ; ou simpl. jeune.
Étymologie: κοῦρος.

English (Autenrieth)

younger; as subst., Il. 4.316.

Greek Monolingual

κουρότερος, -έρα, -ον (Α) κούρος
1. νεώτερος, νεανικότερος («μηδ' ἐρίδαινε μετ' ἀνδράσι κουροτέροισιν», Ομ. Οδ.)
2. (στις περισσότερες περιπτώσεις λαμβάνεται ως θετικός βαθμός) νέος, κούρος.

Greek Monotonic

κουρότερος: -α, -ον, συγκρ. του κοῦρος, νεότερος, περισσότερο νέος, σε Όμηρ.· χρησιμοποιείται κυρίως ως θετικός.