θοίναμα: Difference between revisions

From LSJ

Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert

Menander, Monostichoi, 101
(17)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θοίναμα]], τὸ (Α) [[θοινώ]]<br />[[φαγητό]], [[συμπόσιο]] («οἰκτρότατα θοινάματα», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=[[θοίναμα]], τὸ (Α) [[θοινώ]]<br />[[φαγητό]], [[συμπόσιο]] («οἰκτρότατα θοινάματα», <b>Ευρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''θοίνᾱμα:''' -ατος, τό ([[θοινάω]]), [[γεύμα]], [[συμπόσιο]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 19:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θοίνᾱμα Medium diacritics: θοίναμα Low diacritics: θοίναμα Capitals: ΘΟΙΝΑΜΑ
Transliteration A: thoínama Transliteration B: thoinama Transliteration C: thoinama Beta Code: qoi/nama

English (LSJ)

ατος, τό,

   A meal, feast, E.Or.814, Ion1495 (both lyr.), Posidon.12 J.

German (Pape)

[Seite 1213] τό, der Schmaus, das Gastmahl; Eur. Or. 812; οἰωνῶν γαμφηλαῖς θοίν. Ion 1496. S. θοίνημα.

Greek (Liddell-Scott)

θοίναμα: τό, φαγητόν, συμπόσιον, Εὐρ. ἐν Ὀρ. 814, ἐν Ἴωνι 1495· θοίνημα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
festin.
Étymologie: θοινάω.

Greek Monolingual

θοίναμα, τὸ (Α) θοινώ
φαγητό, συμπόσιο («οἰκτρότατα θοινάματα», Ευρ.).

Greek Monotonic

θοίνᾱμα: -ατος, τό (θοινάω), γεύμα, συμπόσιο, σε Ευρ.