συνενείκομαι: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[εφορμώ]] [[μαζί]] [[εναντίον]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> θ. <i>ενεικ</i>- του αόρ. <i>ἤνεικα</i> του [[φέρω]].
|mltxt=Α<br />[[εφορμώ]] [[μαζί]] [[εναντίον]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> θ. <i>ενεικ</i>- του αόρ. <i>ἤνεικα</i> του [[φέρω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνενείκομαι:''' Επικ. αντί <i>συμφέρομαι</i>, [[χτυπώ]] ή [[εφορμώ]], [[επέρχομαι]] από κοινού [[εναντίον]] ενός πράγματος, με δοτ., σε Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 19:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνενείκομαι Medium diacritics: συνενείκομαι Low diacritics: συνενείκομαι Capitals: ΣΥΝΕΝΕΙΚΟΜΑΙ
Transliteration A: syneneíkomai Transliteration B: syneneikomai Transliteration C: syneneikomai Beta Code: sunenei/komai

English (LSJ)

Ep. for συμφέρομαι,

   A strike or dash against, τῷ δὴ συνενείκεται Hes.Sc.440.

German (Pape)

[Seite 1014] ep. med., = συμφέρομαι, mit dahin getragen od. dahin gerissen werden, womit zusammenprallen, von fallenden Körpern, τινί, Hes. Sc. 440.

Greek (Liddell-Scott)

συνενείκομαι: Ἐπικ. ἀντὶ συμφέρομαι, ὁρμῶ, ἐπιφέρομαι ὁμοῦ μετά τινος, τῷ δὴ συνενείκεται Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 440· Βοιωτικὸς τύπος κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμολ. 691.

French (Bailly abrégé)

se heurter contre, τινι.
Étymologie: σύν, ἐνείκω.

Greek Monolingual

Α
εφορμώ μαζί εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θ. ενεικ- του αόρ. ἤνεικα του φέρω.

Greek Monolingual

Α
εφορμώ μαζί εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θ. ενεικ- του αόρ. ἤνεικα του φέρω.

Greek Monotonic

συνενείκομαι: Επικ. αντί συμφέρομαι, χτυπώ ή εφορμώ, επέρχομαι από κοινού εναντίον ενός πράγματος, με δοτ., σε Ησίοδ.