κυνοπρόσωπος: Difference between revisions
From LSJ
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυνοπρόσωπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[σκύλο]], [[σκυλομούρης]]<br /><b>2.</b> [[κυνοκέφαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πρόσωπον]]. | |mltxt=[[κυνοπρόσωπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[σκύλο]], [[σκυλομούρης]]<br /><b>2.</b> [[κυνοκέφαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πρόσωπον]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κῠνοπρόσωπος:''' -ον ([[πρόσωπον]]), αυτός που έχει [[πρόσωπο]] σκύλου, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A dog-faced, Luc.DMar.7.2, VH1.16, S.E.P.3.219; of men, like κυνοκέφαλος, Ael.NA10.25.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνοπρόσωπος: -ον, ἔχων πρόσωπον κυνός, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 7. 2, π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 16· ― ἐπὶ ἀνθρώπων, ὡς τὸ κυνοκέφαλος, Αἰλ. π. Ζ. 10. 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à figure de chien.
Étymologie: κύων, πρόσωπον.
Spanish
Greek Monolingual
κυνοπρόσωπος, -ον (Α)
1. αυτός που μοιάζει με σκύλο, σκυλομούρης
2. κυνοκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + πρόσωπον.
Greek Monotonic
κῠνοπρόσωπος: -ον (πρόσωπον), αυτός που έχει πρόσωπο σκύλου, σε Λουκ.