κυνοπρόσωπος

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνοπρόσωπος Medium diacritics: κυνοπρόσωπος Low diacritics: κυνοπρόσωπος Capitals: ΚΥΝΟΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: kynoprósōpos Transliteration B: kynoprosōpos Transliteration C: kynoprosopos Beta Code: kunopro/swpos

English (LSJ)

κυνοπρόσωπον, dog-faced, Luc.DMar.7.2, VH1.16, S.E.P.3.219; of men, like κυνοκέφαλος, Ael.NA10.25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à figure de chien.
Étymologie: κύων, πρόσωπον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνοπρόσωπος -ον [κύων, πρόσωπον] met een hondenkop.

German (Pape)

mit einem Hundsangesicht; Luc. D.Mar. 7.2, Iup. Trag. 9; ἄνθρωποι, sonst κυνοκέφαλοι, Ael. H.A. 10.25.

Russian (Dvoretsky)

κῠνοπρόσωπος: с собачьей мордой Luc., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοπρόσωπος: -ον, ἔχων πρόσωπον κυνός, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 7. 2, π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 16· ― ἐπὶ ἀνθρώπων, ὡς τὸ κυνοκέφαλος, Αἰλ. π. Ζ. 10. 25.

Spanish

de rostro de perro

Greek Monolingual

κυνοπρόσωπος, -ον (Α)
1. αυτός που μοιάζει με σκύλο, σκυλομούρης
2. κυνοκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + πρόσωπον.

Greek Monotonic

κῠνοπρόσωπος: -ον (πρόσωπον), αυτός που έχει πρόσωπο σκύλου, σε Λουκ.

Middle Liddell

κῠνο-πρόσωπος, ον πρόσωπον
dog-faced, Luc.

Léxico de magia

-ον de rostro de perro de Anubis ἐξορκίζω ὑμᾶς, νεκυδαίμονας, <κατὰ> ... τοῦ θεοῦ κυνοπροσώπου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ θεῶν os conjuro a vosotros, démones de muertos, por el dios de rostro de perro y por los dioses que están con él P XII 493