εὔρις: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust

Menander, Monostichoi, 217
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔρις]], -ινος και [[εὔριν]], -ινος, ὁ, ή (ΑΜ, Α και ἐΰρρις)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλή [[μύτη]]<br /><b>2.</b> αυτός που διαθέτει [[οξεία]] όσφρηση.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ρις</i> «[[μύτη]]»].
|mltxt=[[εὔρις]], -ινος και [[εὔριν]], -ινος, ὁ, ή (ΑΜ, Α και ἐΰρρις)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλή [[μύτη]]<br /><b>2.</b> αυτός που διαθέτει [[οξεία]] όσφρηση.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ρις</i> «[[μύτη]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔρῑς:''' -ῑνος, ὁ, ἡ ([[ῥίς]]), αυτός που έχει [[καλή]] [[μύτη]], δηλ. αυτός που έχει [[οξεία]] όσφρηση, σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 19:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔρῑς Medium diacritics: εὔρις Low diacritics: εύρις Capitals: ΕΥΡΙΣ
Transliteration A: eúris Transliteration B: euris Transliteration C: eyris Beta Code: eu)/ris

English (LSJ)

ινος, ὁ, ἡ,

   A with a good nose, i. e. keen-scented, κυνὸς . . ὥς τις εὔρινος βάσις S.Aj.8 (v. εὔρινος), cf. Nic.Fr.98; of Cassandra, εὔρις... κυνὸς δίκην A.Ag.1093; late Ep. dat. pl. ἐϋρρίνεσσι Opp.C.4.357.

German (Pape)

[Seite 1093] ινος, = εὔριν, Aesch. Ag. 1064.

Greek (Liddell-Scott)

εὔρῑς: ῑνος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν ῥῖνα, δηλ. ὀξεῖαν ὄσφρησιν, κυνός... ὥς τις εὔρινος βάσις Σοφ. Αἴ. 8· περὶ τῆς Κασσάνδρας, εὔρις…, κυνὸς δίκην Αἰσχύλ. Ἀγ. 1093· - παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. ἐΰρριν, Ὀππ. Κυν. 1. 463, πρβλ. 4. 357.

French (Bailly abrégé)

ινος (ὁ, ἡ)
qui a bon nez, qui a le nez fin.
Étymologie: εὖ, ῥίς.

Greek Monolingual

εὔρις, -ινος και εὔριν, -ινος, ὁ, ή (ΑΜ, Α και ἐΰρρις)
1. αυτός που έχει καλή μύτη
2. αυτός που διαθέτει οξεία όσφρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρις «μύτη»].

Greek Monotonic

εὔρῑς: -ῑνος, ὁ, ἡ (ῥίς), αυτός που έχει καλή μύτη, δηλ. αυτός που έχει οξεία όσφρηση, σε Αισχύλ., Ευρ.