τυχηρός: Difference between revisions

From LSJ

τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears

Source
(42)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τυχηρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ, και [[τυχερός]], Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλή [[τύχη]] (α. «στάθηκε [[τυχερός]] στη ζωή του» β. «τυχηρὸν ὄντ' [[άνευ]] δίκας παλιντυχεῑ τριβᾷ βίου τιθεῑσ' ἀμαυρόν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] [[τύχη]], [[τυχαίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρνει καλή [[τύχη]] («[[είναι]] το τυχερό του [[νόμισμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τυχερό</i><br />[[καθετί]] που εξαρτάται από την καλή ή την κακή [[τύχη]] κάποιου («ήταν τυχερό του να μην παντρευτεί»)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα [[τυχερά]]<br />απρόβλεπτα κέρδη<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[τυχερά]] παιχνίδια» — παιχνίδια τών οποίων η [[έκβαση]] εξαρτάται από την [[τύχη]] και όχι από τις ικανότητες του παίκτη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τυχηρῶς</i> Α 1. με [[τύχη]]<br /><b>2.</b> [[κατά]] τύχην.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύχη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λαμπ</i>-<i>ηρός</i>, <i>νοσ</i>-<i>ηρός</i>). Ο νεοελλ. τ. [[τυχερός]] <span style="color: red;"><</span> [[τυχηρός]], [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ερός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λαμπ</i>-<i>ηρός</i>: [[λαμπερός]])].
|mltxt=-ή, -ό / [[τυχηρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ, και [[τυχερός]], Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλή [[τύχη]] (α. «στάθηκε [[τυχερός]] στη ζωή του» β. «τυχηρὸν ὄντ' [[άνευ]] δίκας παλιντυχεῑ τριβᾷ βίου τιθεῑσ' ἀμαυρόν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] [[τύχη]], [[τυχαίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρνει καλή [[τύχη]] («[[είναι]] το τυχερό του [[νόμισμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τυχερό</i><br />[[καθετί]] που εξαρτάται από την καλή ή την κακή [[τύχη]] κάποιου («ήταν τυχερό του να μην παντρευτεί»)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα [[τυχερά]]<br />απρόβλεπτα κέρδη<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[τυχερά]] παιχνίδια» — παιχνίδια τών οποίων η [[έκβαση]] εξαρτάται από την [[τύχη]] και όχι από τις ικανότητες του παίκτη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τυχηρῶς</i> Α 1. με [[τύχη]]<br /><b>2.</b> [[κατά]] τύχην.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύχη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λαμπ</i>-<i>ηρός</i>, <i>νοσ</i>-<i>ηρός</i>). Ο νεοελλ. τ. [[τυχερός]] <span style="color: red;"><</span> [[τυχηρός]], [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ερός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λαμπ</i>-<i>ηρός</i>: [[λαμπερός]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τῠχηρός:''' -ά, -όν, [[τυχερός]], που έχει [[τύχη]], σε Αισχύλ.· επίρρ. [[τυχηρῶς]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 19:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠχηρός Medium diacritics: τυχηρός Low diacritics: τυχηρός Capitals: ΤΥΧΗΡΟΣ
Transliteration A: tychērós Transliteration B: tychēros Transliteration C: tychiros Beta Code: tuxhro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A lucky, fortunate, A.Ag.464 (lyr.), Arist.Pol.1295a28. Adv. -ρῶς Ar.Ach.250, Th.305.    2 from or by chance, πάθη D.H.7.68; τὰ τ. ἀγαθά the goods of fortune, Plu.2.6a, Alex. Aphr. in Top.147.22; τὰ τ. Phld.Vit.p.27J., Plu.2.35a, etc.; τὸ τ. Phld.Sign.36, Plu.2.23f.    3 τὰ μικρὰ καὶ τ. ordinary trifles (like τὰ τυχόντα), Zeno Stoic.1.70.

Greek (Liddell-Scott)

τῡχηρός: -ά, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων τύχην, κοινῶς «τυχερός», Αἰσχύλ. Ἀγ. 464, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 1. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 2 0, Θεσμ. 305. 2) κατὰ τύχην, τυχαῖος, πάθη Διον. Ἁλ. 7. 68· τὰ τυχηρὰ ἀγαθά, τὰ τῆς τύχης ἀγαθά, Πλούτ. 2. 6Α, κλπ.· οὕτω, τὰ τυχηρὰ αὐτόθι 35Α, κλπ.· ἢ τὸ τυχηρὸν αὐτόθι 23Ε.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
fortuit, accidentel ; τὸ τυχηρόν le hasard ; τὰ τυχηρά les chances du hasard.
Étymologie: τύχη.
Syn. τυχαῖος.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τυχηρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, και τυχερός, Ν
1. αυτός που έχει καλή τύχη (α. «στάθηκε τυχερός στη ζωή του» β. «τυχηρὸν ὄντ' άνευ δίκας παλιντυχεῑ τριβᾷ βίου τιθεῑσ' ἀμαυρόν», Αισχύλ.)
2. αυτός που γίνεται κατά τύχη, τυχαίος
νεοελλ.
1. αυτός που φέρνει καλή τύχηείναι το τυχερό του νόμισμα»)
2. το ουδ. ως ουσ. το τυχερό
καθετί που εξαρτάται από την καλή ή την κακή τύχη κάποιου («ήταν τυχερό του να μην παντρευτεί»)
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα τυχερά
απρόβλεπτα κέρδη
4. φρ. «τυχερά παιχνίδια» — παιχνίδια τών οποίων η έκβαση εξαρτάται από την τύχη και όχι από τις ικανότητες του παίκτη.
επίρρ...
τυχηρῶς Α 1. με τύχη
2. κατά τύχην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύχη + επίθημα -ηρός (πρβλ. λαμπ-ηρός, νοσ-ηρός). Ο νεοελλ. τ. τυχερός < τυχηρός, κατά τα επίθ. σε -ερός (πρβλ. λαμπ-ηρός: λαμπερός)].

Greek Monotonic

τῠχηρός: -ά, -όν, τυχερός, που έχει τύχη, σε Αισχύλ.· επίρρ. τυχηρῶς, σε Αριστοφ.