ληϊστήρ: Difference between revisions

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ληϊστήρ]], -ῆρος, ὁ (Α) <b>βλ.</b> [[ληστήρ]].
|mltxt=[[ληϊστήρ]], -ῆρος, ὁ (Α) <b>βλ.</b> [[ληστήρ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ληϊστήρ:''' -ῆρος, ὁ, Επικ. [[τύπος]] του [[λῃστής]], [[κλέφτης]], [[ιδίως]], [[πειρατής]], [[κουρσάρος]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 19:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληϊστήρ Medium diacritics: ληϊστήρ Low diacritics: ληϊστήρ Capitals: ΛΗΪΣΤΗΡ
Transliteration A: lēïstḗr Transliteration B: lēistēr Transliteration C: liistir Beta Code: lhi+sth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A v. λῃστήρ.

German (Pape)

[Seite 39] ῆρος, ὁ, der Beutemacher, Plünderer, Räuber, wie λῃστής, Od. 3, 72 u. öfter; auch sp. D.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui fait du butin, pillard.
Étymologie: ληΐζομαι.

Greek Monolingual

ληϊστήρ, -ῆρος, ὁ (Α) βλ. ληστήρ.

Greek Monotonic

ληϊστήρ: -ῆρος, ὁ, Επικ. τύπος του λῃστής, κλέφτης, ιδίως, πειρατής, κουρσάρος, σε Ομήρ. Οδ.