μιλιάριον: Difference between revisions

From LSJ

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μιλιάριον]], τὸ (Α, Μ μιλιάριν)<br /><b>1.</b> υψηλό χάλκινο [[σκεύος]], πλατύτερο στη [[βάση]] και στενότερο [[προς]] τα [[επάνω]], [[μέσα]] στο οποίο θερμαινόταν [[νερό]]<br /><b>2.</b> [[μιλιοδείκτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>miliarium</i> «[[θερμαντήρ]]». Ο τ. με τη δεύτερη σημ. <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>milliarium</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>mille</i>)].
|mltxt=[[μιλιάριον]], τὸ (Α, Μ μιλιάριν)<br /><b>1.</b> υψηλό χάλκινο [[σκεύος]], πλατύτερο στη [[βάση]] και στενότερο [[προς]] τα [[επάνω]], [[μέσα]] στο οποίο θερμαινόταν [[νερό]]<br /><b>2.</b> [[μιλιοδείκτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>miliarium</i> «[[θερμαντήρ]]». Ο τ. με τη δεύτερη σημ. <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>milliarium</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>mille</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μιλιάριον:''' τό, Λατ. [[milliarium]]·<br /><b class="num">I.</b> [[μιλιοδείκτης]] ([[στήλη]] [[οκτώ]] σταδίων, ως [[μονάδα]] μέτρησης μήκους).<br /><b class="num">II.</b> χάλκινο [[δοχείο]] με αιχμές στην [[κορυφή]] του, εφοδιασμένο με ελικοειδείς σωλήνες, για να βράζουν μέσα σ' αυτό [[νερό]], σε Ανθ. (όπου <i>μῐλῐάριον</i>).
}}
}}

Revision as of 20:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑλῐάριον Medium diacritics: μιλιάριον Low diacritics: μιλιάριον Capitals: ΜΙΛΙΑΡΙΟΝ
Transliteration A: miliárion Transliteration B: miliarion Transliteration C: miliarion Beta Code: milia/rion

English (LSJ)

[ῐλῐᾱ], τό,

   A a high copper vessel, pointed at the top and furnished with winding tubes, to boil water in, AP11.244, Ath.3.98c, Hero Spir.2.34; gloss on ἰπνολέβης, Sch.Luc.Lex.8.    II milestone, Lyd.Mens. 4.49.

German (Pape)

[Seite 186] τό, das römische miliarium, Meilenzeiger, Sp. – Auch ein hohes kupfernes, nach oben spitz zulaufendes Gefäß zum Bereiten des warmen Wassers, Ath. III, 98 c; χαλκοῦν, Nicarch. 34 (XI, 244), mit βαύκαλις verglichen.

Greek (Liddell-Scott)

μιλιάριον: τό, = Λατ. milliarium, ἡ στήλη, τὸ τοῦ ὀκτασταδίου σημεῖον, Λυδ. 84, 17. ΙΙ. σκεῦός τι ὑψηλὸν ἐκ χαλκοῦ ὀξὺ πρὸς τὰ ἄνω καὶ ἔχον ἑλικοειδεῖς σωλῆνας, ἐν ᾧ ἐθερμαίνετο ὕδωρ, ἰπνολέβης, Ἀνθολ. Π. 11. 244 [[[ἔνθα]] μῐλῐᾱ΄ριον], Ἀθήν. 98C, κλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vase de cuivre pour chauffer l’eau.
Étymologie: DELG -.

Greek Monolingual

μιλιάριον, τὸ (Α, Μ μιλιάριν)
1. υψηλό χάλκινο σκεύος, πλατύτερο στη βάση και στενότερο προς τα επάνω, μέσα στο οποίο θερμαινόταν νερό
2. μιλιοδείκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. miliarium «θερμαντήρ». Ο τ. με τη δεύτερη σημ. < λατ. milliarium (< mille)].

Greek Monotonic

μιλιάριον: τό, Λατ. milliarium·
I. μιλιοδείκτης (στήλη οκτώ σταδίων, ως μονάδα μέτρησης μήκους).
II. χάλκινο δοχείο με αιχμές στην κορυφή του, εφοδιασμένο με ελικοειδείς σωλήνες, για να βράζουν μέσα σ' αυτό νερό, σε Ανθ. (όπου μῐλῐάριον).