πολυθρήνητος: Difference between revisions
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πολυθρήνητος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που θρηνείται πολύ, ο [[άξιος]] μεγάλου θρήνου, [[πολύκλαυστος]] («[[πολυθρήνητος]] γενεή», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> <span style="color: red;"><</span> <i>θρηνῶ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οξυ</i>-<i>θρήνητος</i>)]. | |mltxt=-η, -ο / [[πολυθρήνητος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που θρηνείται πολύ, ο [[άξιος]] μεγάλου θρήνου, [[πολύκλαυστος]] («[[πολυθρήνητος]] γενεή», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> <span style="color: red;"><</span> <i>θρηνῶ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οξυ</i>-<i>θρήνητος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολυθρήνητος:''' -ον ([[θρηνέω]]), [[αξιοθρήνητος]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A lamentable, γενεή AP7.334.15, cf. IG12(8).445.6 (Thasos); gloss on ἀδινός, Sch.S.Tr.848.
German (Pape)
[Seite 663] viel beweint; Ep. ad. 651 (VII, 334); Schol. Soph. Trach. 860.
Greek (Liddell-Scott)
πολυθρήνητος: -ον, ἀξιοθρήνητος, πολὺ θρηνηθείς, γενεὰ Ἀνθ. Π. 334, 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
lamentable.
Étymologie: πολύς, θρηνέω.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυθρήνητος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που θρηνείται πολύ, ο άξιος μεγάλου θρήνου, πολύκλαυστος («πολυθρήνητος γενεή», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + < θρηνῶ (πρβλ. οξυ-θρήνητος)].
Greek Monotonic
πολυθρήνητος: -ον (θρηνέω), αξιοθρήνητος, σε Ανθ.