τίν: Difference between revisions
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
(41) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[τίνη]] Α<br />(δωρ. τ. της δοτ. και αιτ. της προσ. αντων. β' προσ.) <b>βλ.</b> <i>εσύ</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>εσύ</i>]. | |mltxt=και [[τίνη]] Α<br />(δωρ. τ. της δοτ. και αιτ. της προσ. αντων. β' προσ.) <b>βλ.</b> <i>εσύ</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>εσύ</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τίν:''' [ῑ],<br /><b class="num">I.</b> όπως το <i>τεΐν</i>, Δωρ. δοτ. του <i>σύ</i>.<br /><b class="num">II.</b> Δωρ. αντί <i>σέ</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 30 December 2018
English (LSJ)
Dor. dat. and acc. of σύ (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1117] dor. = σοί, dat. zu σύ, wie τεΐν, fast immer orthotonirt; Pind.; Callim. 29. 30 (VI, 347. 351); nur Theocr. 21, 28 enklitisch. – Auch accus., = σέ, orthotonirt; Pind. P. 8, 68; Theocr. 11, 39. 55. 68; Apoll. Dysc.
Greek (Liddell-Scott)
τίν: [ῑ], Δωρ. δοτ. τοῦ σύ, ὡς τὸ τεΐν. Πινδ. Ο. 11. 113, Θεόκρ. 2. 11, κ. ἀλλ. - οὐδαμοῦ ἐγκλίνεται· διότι ἐν Θεοκρ. 21. 28 ἤδη διορθοῦται τοι ΙΙ. Δωρ. ἀντὶ σέ, ὡσαύτως μετὰ τοῦ τόνου, Κόριννα 4, Πίνδ. 8, 67, Θεόκρ. 11. 39, 55, 68.
Greek Monolingual
και τίνη Α
(δωρ. τ. της δοτ. και αιτ. της προσ. αντων. β' προσ.) βλ. εσύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εσύ].
Greek Monotonic
τίν: [ῑ],
I. όπως το τεΐν, Δωρ. δοτ. του σύ.
II. Δωρ. αντί σέ.