τειχολέτις: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(40) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ιδος, ἡ, Α<br />αυτή που καταστρέφει τα τείχη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τεῖχος]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀλέτις]], θηλ. του [[ὀλέτης]] «[[καταστροφέας]]»]. | |mltxt=-ιδος, ἡ, Α<br />αυτή που καταστρέφει τα τείχη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τεῖχος]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀλέτις]], θηλ. του [[ὀλέτης]] «[[καταστροφέας]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τειχολέτις:''' -ιδος, ἡ, αυτή που καταστρέφει τα τείχη, [[παρά]] Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A destroyer of walls, Simyl. ap. Plu.Rom.17.
German (Pape)
[Seite 1081] ιδος, ὴ, tem. zum Vorigen, Simyl. bei Plut. Rom. 17.
Greek (Liddell-Scott)
τειχολέτις: -ιδος, ἡ, ἡ καταστρέφουσα τείχη, Σιμύλος ὁ ποιητὴς παρὰ Πλουτ. ἐν Ρωμ. 17.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
qui détruit les remparts ou les fortifications d’une ville.
Étymologie: τεῖχος, ὄλλυμι.
Greek Monolingual
-ιδος, ἡ, Α
αυτή που καταστρέφει τα τείχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + ὀλέτις, θηλ. του ὀλέτης «καταστροφέας»].
Greek Monotonic
τειχολέτις: -ιδος, ἡ, αυτή που καταστρέφει τα τείχη, παρά Πλούτ.