τειχολέτις
From LSJ
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
English (LSJ)
ιδος, ἡ, destroyer of walls, Simyl. ap. Plu.Rom.17.
German (Pape)
[Seite 1081] ιδος, ὴ, tem. zum Vorigen, Simyl. bei Plut. Rom. 17.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
qui détruit les remparts ou les fortifications d'une ville.
Étymologie: τεῖχος, ὄλλυμι.
Russian (Dvoretsky)
τειχολέτις: ιδος ἡ разрушительница городских укреплений Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τειχολέτις: -ιδος, ἡ, ἡ καταστρέφουσα τείχη, Σιμύλος ὁ ποιητὴς παρὰ Πλουτ. ἐν Ρωμ. 17.
Greek Monolingual
-ιδος, ἡ, Α
αυτή που καταστρέφει τα τείχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + ὀλέτις, θηλ. του ὀλέτης «καταστροφέας»].
Greek Monotonic
τειχολέτις: -ιδος, ἡ, αυτή που καταστρέφει τα τείχη, παρά Πλούτ.
Middle Liddell
τειχ-ολέτις, ιδος, ἡ,
destroyer of walls, ap. Plut.