πολιορκητικός: Difference between revisions

6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πολιορκητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πολιορκώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πολιορκία]] («ταῖς πολιορκητικαῑς ἐπινοίαις καὶ βίαις χρησάμενοι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που χρησιμεύει για τη [[διεξαγωγή]] πολιορκίας («πολιορκητικές μηχανές» — μηχανικές διατάξεις τις οποίες χρησιμοποιούσαν [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] και τον μεσαίωνα στις πολιορκίες φρουρίων ή τειχών για την [[κατάρριψη]] ή [[υπερπήδηση]] τειχών και [[άλωση]] φρουρίων ή [[πόλεων]], κυριότερες από τις οποίες ήταν οι λιθοβόλοι ή πετροβόλοι, οι κριοί, οι χελώνες και οι καταπέλτες)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η πολιορκητική</i><br />[[κλάδος]] της πολεμικής τέχνης που αναφέρεται στην [[τέχνη]] της πολιορκίας ή της άμυνας [[κατά]] τη [[διάρκεια]] πολιορκίας<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πολιορκητικά</i><br />α) τα [[μέσα]] που χρησίμευαν σε μια [[πολιορκία]]<br />β) <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πολιορκητικά</i><br />[[τίτλος]] πραγματείας του Απολλοδώρου του Δαμασκηνού.
|mltxt=-ή, -ό / [[πολιορκητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πολιορκώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πολιορκία]] («ταῖς πολιορκητικαῑς ἐπινοίαις καὶ βίαις χρησάμενοι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που χρησιμεύει για τη [[διεξαγωγή]] πολιορκίας («πολιορκητικές μηχανές» — μηχανικές διατάξεις τις οποίες χρησιμοποιούσαν [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] και τον μεσαίωνα στις πολιορκίες φρουρίων ή τειχών για την [[κατάρριψη]] ή [[υπερπήδηση]] τειχών και [[άλωση]] φρουρίων ή [[πόλεων]], κυριότερες από τις οποίες ήταν οι λιθοβόλοι ή πετροβόλοι, οι κριοί, οι χελώνες και οι καταπέλτες)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η πολιορκητική</i><br />[[κλάδος]] της πολεμικής τέχνης που αναφέρεται στην [[τέχνη]] της πολιορκίας ή της άμυνας [[κατά]] τη [[διάρκεια]] πολιορκίας<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πολιορκητικά</i><br />α) τα [[μέσα]] που χρησίμευαν σε μια [[πολιορκία]]<br />β) <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πολιορκητικά</i><br />[[τίτλος]] πραγματείας του Απολλοδώρου του Δαμασκηνού.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολιορκητικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[πολιορκία]], σε Πολύβ.
}}
}}