δυσέρημος: Difference between revisions
From LSJ
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσέρημος]], -ον (Α)<br />[[τελείως]] [[έρημος]]. | |mltxt=[[δυσέρημος]], -ον (Α)<br />[[τελείως]] [[έρημος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσέρημος:''' -ον, [[μοναχικός]], [[έρημος]], απομονωμένος, [[παντέρημος]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A very lonely, desolate, πάγος AP9.561 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 680] sehr einsam, öde; πάγος Philip. 68 (IX, 561).
Greek (Liddell-Scott)
δυσέρημος: -ον, παντελῶς ἔρημος, μεμονωμένος, «παντέρημος», πάγος Ἀνθ. Π. 9. 561.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
(relégué) dans une triste solitude (village), désolé.
Étymologie: δυσ-, ἔρημος.
Spanish (DGE)
-ον muy solo, desolado πάγος AP 9.561 (Philippus).
Greek Monolingual
δυσέρημος, -ον (Α)
τελείως έρημος.
Greek Monotonic
δυσέρημος: -ον, μοναχικός, έρημος, απομονωμένος, παντέρημος, σε Ανθ.