παλίνορσος: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(30) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[παλίνορσος]], -ον (ΑΜ, Α και [[παλίνορτος]], -ον και αττ. τ. ουδ. παλίνορρον)<br />αυτός που ορμά ή τινάζεται [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υποτροπιάζει («ἤν ἡ νοῡσος [[παλίνορσος]] ὀφθῇ», Αρετ.)<br /><b>2.</b> αυτός που ορμά [[πάλι]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) α) <i>παλίνορσον</i><br />[[πάλι]] [[προς]] τα [[πίσω]]<br />β) (<b>αττ. τ.</b>) <i>παλίνορρον</i><br />με βίαιο τιναγμό [[προς]] τα [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ορσος</i> / -<i>ορτος</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>όρνυμι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>θέ</i>-<i>ορτος</i>]. | |mltxt=[[παλίνορσος]], -ον (ΑΜ, Α και [[παλίνορτος]], -ον και αττ. τ. ουδ. παλίνορρον)<br />αυτός που ορμά ή τινάζεται [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υποτροπιάζει («ἤν ἡ νοῡσος [[παλίνορσος]] ὀφθῇ», Αρετ.)<br /><b>2.</b> αυτός που ορμά [[πάλι]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) α) <i>παλίνορσον</i><br />[[πάλι]] [[προς]] τα [[πίσω]]<br />β) (<b>αττ. τ.</b>) <i>παλίνορρον</i><br />με βίαιο τιναγμό [[προς]] τα [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ορσος</i> / -<i>ορτος</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>όρνυμι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>θέ</i>-<i>ορτος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πᾰλίνορσος:''' -ον ([[ὄρνυμι]]), αυτός που τινάσσεται προς τα [[πίσω]], σε Ομήρ. Ιλ.· ουδ. ως επίρρ., [[πίσω]] [[ξανά]], σε Ανθ.· στην Αττ., παλίνορρον, με [[τίναγμα]] προς τα [[πίσω]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A backwards, back, ὡς ὅτε τίς τε δράκοντα ἰδὼν παλίνορσος ἀπέστη Il.3.33, cf. Emp.35.1; ἄγε νῆα . . π. ἐς Ἑλλάδα A.R.1.416; π. φορή retrograde movement, Aret.SA2.5; recurrent, ἣν ἡ νοῦσος π. ὀφθῇ Id.CD1.5: neut. as Adv., back again, AP7.608 (Eutolm.): Att. πᾰλίνορρον, with a backward wrench, Ar.Ach.1179. (-ορσος prob. = ὄρρος, cf. παλιμπυγηδόν.)
German (Pape)
[Seite 450] zurückeilend, zurückkehrend; ὡς δ' ὅτε τίς τε δράκοντα ἰδὼν παλίνορσος ἀπέστη, Il. 3, 33; zurück, ἄγε νῆα κεῖσέ τε καὶ παλίνορσον εἰς Ἑλλάδα, Ap. Rh. 1, 416. 2, 576 u. a. sp. D., wie Coluth. 47; Ep. athl. Stat. 15 (XV, 44).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίνορσος: -ον, (ὄρνυμι) ὁ ὁρμῶν ἢ τινασσόμενος πρὸς τὰ ὀπίσω, ὡς ὅτε τίς τε δράκοντα ἰδὼν παλίνορσος ἀπέστη Ἰλ. Γ. 33. νῆα ... π. ἐς Ἑλλάδα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 416. πρβλ. παλινόρμενος, παλίνορτος· - ὡσαύτως οὐδ. ὡς ἐπίρρ., πάλιν ὀπίσω, Ἐμπεδ. 365, Ἀνθ. Π. 7. 608· Ἀττ. παλίνορρον, μὲ τιναγμὸν πρὸς τὰ ὀπίσω, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1179 Elmsl. (κοινῶς παλίνορον).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s’élance en arrière, qui revient vivement sur ses pas, qui recule.
Étymologie: πάλιν, ὄρνυμαι.
English (Autenrieth)
(ὄρνῦμι): springing back, recoiling, Il. 3.33†.
Greek Monolingual
παλίνορσος, -ον (ΑΜ, Α και παλίνορτος, -ον και αττ. τ. ουδ. παλίνορρον)
αυτός που ορμά ή τινάζεται προς τα πίσω
αρχ.
1. αυτός που υποτροπιάζει («ἤν ἡ νοῡσος παλίνορσος ὀφθῇ», Αρετ.)
2. αυτός που ορμά πάλι
3. (το ουδ. ως επίρρ.) α) παλίνορσον
πάλι προς τα πίσω
β) (αττ. τ.) παλίνορρον
με βίαιο τιναγμό προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -ορσος / -ορτος (βλ. λ. όρνυμι), πρβλ. θέ-ορτος].
Greek Monotonic
πᾰλίνορσος: -ον (ὄρνυμι), αυτός που τινάσσεται προς τα πίσω, σε Ομήρ. Ιλ.· ουδ. ως επίρρ., πίσω ξανά, σε Ανθ.· στην Αττ., παλίνορρον, με τίναγμα προς τα πίσω, σε Αριστοφ.