προσόζω: Difference between revisions
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[αναδίδω]] [[οσμή]]<br /><b>2.</b> [[βρομώ]], όζω («προσώζεσαν καὶ ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου», ΠΔ)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για ιδιότητες) [[είμαι]] [[εμφανής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ὄζω</i> «βρομάω»]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[αναδίδω]] [[οσμή]]<br /><b>2.</b> [[βρομώ]], όζω («προσώζεσαν καὶ ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου», ΠΔ)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για ιδιότητες) [[είμαι]] [[εμφανής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ὄζω</i> «βρομάω»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσόζω:''' Δωρ. ποτι-όσδω, αμτβ., [[μυρίζω]], [[βγάζω]] [[μυρωδιά]], είμαι [[γεμάτος]] μυρωδιές, [[μυρωδάτος]], με γεν., σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 30 December 2018
English (LSJ)
pf. προσόδωδα, intr.,
A smell of, be redolent of, κακοῦ Ar.Fr. 246; ἡδυσμάτων Philem.41; γλυφάνοιο ποτόσδον (Dor. for προσόζον) Theoc.1.28; in late Prose, ἡμερότητος Lib.Ep.219.3. 2 abs., stink, 3pl. aor. προσώζεσαν LXX Ps.37(38).6.
German (Pape)
[Seite 774] (s. ὄζω), 1) zuriechen, d. i. zum Riechen hinhalten, τινί τι, Sp., s. Smd. – 2) intrans., anriechen, anduften, wonach riechen oder stinken, τινός, κοὐχὶ λοπάδος προσῶζεν οὐδ' ἡδυσμάτων, Philemon bei Ath. IV, 133 a.
Greek (Liddell-Scott)
προσόζω: πρκμ. προσόδωδα, ἀμεταβ., ἀναδίδω ὀσμήν τινος, κακοῦ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 246· ἡδυσμάτων Φιλήμ. ἐν «Μετιόντι» 1· γλυφάνοιο ποτόσδον (Δωρ. ἀντὶ προσόζον) Θεόκρ. 1. 28. 2) ἀπολ., ὄζω, βρωμῶ, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΛΖ΄, 5).
French (Bailly abrégé)
1 communiquer une odeur de, exhaler une odeur de, gén.;
2 abs. sentir mauvais.
Étymologie: πρός, ὄζω.
Greek Monolingual
Α
1. αναδίδω οσμή
2. βρομώ, όζω («προσώζεσαν καὶ ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου», ΠΔ)
3. μτφ. (για ιδιότητες) είμαι εμφανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὄζω «βρομάω»].
Greek Monotonic
προσόζω: Δωρ. ποτι-όσδω, αμτβ., μυρίζω, βγάζω μυρωδιά, είμαι γεμάτος μυρωδιές, μυρωδάτος, με γεν., σε Θεόκρ.