πυροβόλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο / [[πυροβόλος]], -ον, ΝΜΑ, και [[πυριβόλος]], -ον, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ, ως ουσ.) <i>το [[πυροβόλο]]<br /><b>στρ.</b> μεγάλο όπλο για τη [[βολή]] βλημάτων, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα φορητά μικρά όπλα, που βάλλουν [[ελαφρά]] και μικρά βλήματα, αλλ. [[κανόνι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πυροβόλα όπλα»<br /><b>στρ.</b> όπλα τα οποία βάλλουν βλήματα που προωθούνται και επιταχύνονται [[μέσα]] στον [[σωλήνα]] ή στην [[κάννη]] από τα [[αέρια]] καύσης της πυρίτιδας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που εξακοντίζει [[φωτιά]], που εκπέμπει [[φλόγα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρουσιάζει [[φλόγωση]] («πυριβόλοι πληγαί», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που βρίσκεται σε [[κατάσταση]] μανίας<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πυροβόλα</i><br />ακόντια ή βέλη που φέρουν [[φωτιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i>, [[πυρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>δισκο</i>-[[βόλος]].
|mltxt=-ο / [[πυροβόλος]], -ον, ΝΜΑ, και [[πυριβόλος]], -ον, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ, ως ουσ.) <i>το [[πυροβόλο]]<br /><b>στρ.</b> μεγάλο όπλο για τη [[βολή]] βλημάτων, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα φορητά μικρά όπλα, που βάλλουν [[ελαφρά]] και μικρά βλήματα, αλλ. [[κανόνι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πυροβόλα όπλα»<br /><b>στρ.</b> όπλα τα οποία βάλλουν βλήματα που προωθούνται και επιταχύνονται [[μέσα]] στον [[σωλήνα]] ή στην [[κάννη]] από τα [[αέρια]] καύσης της πυρίτιδας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που εξακοντίζει [[φωτιά]], που εκπέμπει [[φλόγα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρουσιάζει [[φλόγωση]] («πυριβόλοι πληγαί», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που βρίσκεται σε [[κατάσταση]] μανίας<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πυροβόλα</i><br />ακόντια ή βέλη που φέρουν [[φωτιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i>, [[πυρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>δισκο</i>-[[βόλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πῠροβόλος:''' -ον ([[βάλλω]]), αυτός που βγάζει [[φωτιά]]· <i>τὰ πυροβόλα</i>, ακόντια ή βέλη που πλήττουν με [[φωτιά]], δηλ. φλογοβόλα, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 20:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠροβόλος Medium diacritics: πυροβόλος Low diacritics: πυροβόλος Capitals: ΠΥΡΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: pyrobólos Transliteration B: pyrobolos Transliteration C: pyrovolos Beta Code: purobo/los

English (LSJ)

ον,

   A fire-darting, τὰ πυροβόλα bolts or arrows tipped with fire, LXX 1 Ma.5.61, Plu.Sull.9, Ant.66; gloss on πυρεῖα, Sch.S.Ph. 36.

German (Pape)

[Seite 823] Feuer werfend, schleudernd, τὰ πυροβόλα, Brandpfeile, die zünden, wo sie treffen, Plut. Syll. 9.

Greek (Liddell-Scott)

πῠροβόλος: -ον, ὁ ἐκρίπτων, ἐκβάλλων ἢ παράγων πῦρ, λίθοι Ὠριγέν.· - τὰ πυροβόλα ἀκόντια ἢ βέλη πυρφόρα, Πλουτ. Σύλλ. 9, Ἀντών. 66, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lance du feu ; οἱ πυροβόλοι, τὰ πυροβόλα machine pour lancer des projectiles incendiaires.
Étymologie: πῦρ, βάλλω.

Greek Monolingual

-ο / πυροβόλος, -ον, ΝΜΑ, και πυριβόλος, -ον, Α
νεοελλ.
1. (το ουδ, ως ουσ.) το πυροβόλο
στρ. μεγάλο όπλο για τη βολή βλημάτων, σε αντιδιαστολή προς τα φορητά μικρά όπλα, που βάλλουν ελαφρά και μικρά βλήματα, αλλ. κανόνι
2. φρ. «πυροβόλα όπλα»
στρ. όπλα τα οποία βάλλουν βλήματα που προωθούνται και επιταχύνονται μέσα στον σωλήνα ή στην κάννη από τα αέρια καύσης της πυρίτιδας
μσν.-αρχ.
αυτός που εξακοντίζει φωτιά, που εκπέμπει φλόγα
αρχ.
1. αυτός που παρουσιάζει φλόγωση («πυριβόλοι πληγαί», Ευρ.)
2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση μανίας
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πυροβόλα
ακόντια ή βέλη που φέρουν φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ, πυρός + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος.

Greek Monotonic

πῠροβόλος: -ον (βάλλω), αυτός που βγάζει φωτιά· τὰ πυροβόλα, ακόντια ή βέλη που πλήττουν με φωτιά, δηλ. φλογοβόλα, σε Πλούτ.