ἀνέλεος: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
(4)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνέλεος]], -ον)<br />[[χωρίς]] οίκτο, [[ανηλεής]], [[σκληρόκαρδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έλεος]]. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του Γένους Ευγένιο Βούλγαρι].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνέλεος]], -ον)<br />[[χωρίς]] οίκτο, [[ανηλεής]], [[σκληρόκαρδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έλεος]]. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του Γένους Ευγένιο Βούλγαρι].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνέλεος:''' -ον, [[ανελέητος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 20:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέλεος Medium diacritics: ἀνέλεος Low diacritics: ανέλεος Capitals: ΑΝΕΛΕΟΣ
Transliteration A: anéleos Transliteration B: aneleos Transliteration C: aneleos Beta Code: a)ne/leos

English (LSJ)

ον,

   A unmerciful, Ep.Jac.2.13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέλεος: -ον, ὁ ἄνευ ἐλέους, Ἐπιστ. Ἰακώβ. βϳ, 13 Lachm (κοινῶς ἀνίλεως).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans pitié, sans compassion.
Étymologie: ἀ, ἔλεος.

Spanish (DGE)

-ον
inmisericorde, implacable ἡ γὰρ κρίσις ἀνέλεος τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος pues el juicio (será) implacable para quien no tuvo misericordia, Ep.Iac.2.13.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνέλεος, -ον)
χωρίς οίκτο, ανηλεής, σκληρόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έλεος. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του Γένους Ευγένιο Βούλγαρι].

Greek Monotonic

ἀνέλεος: -ον, ανελέητος, σε Καινή Διαθήκη