ἀντίδειπνος: Difference between revisions

From LSJ

κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖνbetter to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well

Source
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντίδειπνος]] -ον, (Α)<br />αυτός που παίρνει τη [[θέση]] άλλου [[κατά]] το [[δείπνο]].
|mltxt=[[ἀντίδειπνος]] -ον, (Α)<br />αυτός που παίρνει τη [[θέση]] άλλου [[κατά]] το [[δείπνο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντίδειπνος:''' -ον ([[δεῖπνον]]), [[αντικαταστάτης]] κάποιου σε [[δείπνο]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 20:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίδειπνος Medium diacritics: ἀντίδειπνος Low diacritics: αντίδειπνος Capitals: ΑΝΤΙΔΕΙΠΝΟΣ
Transliteration A: antídeipnos Transliteration B: antideipnos Transliteration C: antideipnos Beta Code: a)nti/deipnos

English (LSJ)

ον,

   A taking anothers place at dinner, Luc.Gall.9.

German (Pape)

[Seite 251] eines Andern Stelle beim Mahle vertretend, Luc. Gall. 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίδειπνος: -ον, ὁ λαμβάνων τὴν θέσιν ἄλλου κατὰ τὸ δεῖπνον, Λουκ. Ἀλεκτρ. 9.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui soupe à la place d’un autre.
Étymologie: ἀντί, δεῖπνον.

Spanish (DGE)

-ον
que ocupa el lugar de otro para comer ἐγὼ καὶ ἀ. καὶ διάδοχος ἐκεκλήμην Luc.Gall.9.

Greek Monolingual

ἀντίδειπνος -ον, (Α)
αυτός που παίρνει τη θέση άλλου κατά το δείπνο.

Greek Monotonic

ἀντίδειπνος: -ον (δεῖπνον), αντικαταστάτης κάποιου σε δείπνο, σε Λουκ.