ἀντιπαρατείνω: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντιπαρατείνω]] (Α)<br />[[εκτείνω]] [[κάτι]] [[δίπλα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[αντιπαραθέτω]] για να [[συγκρίνω]] προσεκτικά.
|mltxt=[[ἀντιπαρατείνω]] (Α)<br />[[εκτείνω]] [[κάτι]] [[δίπλα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[αντιπαραθέτω]] για να [[συγκρίνω]] προσεκτικά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιπαρατείνω:''' μέλ. <i>-τενῶ</i>, [[τεντώνω]] δίπλα-δίπλα, έτσι ώστε να [[συγκρίνω]], <i>τιπρὸς τι</i>, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 20:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπαρατείνω Medium diacritics: ἀντιπαρατείνω Low diacritics: αντιπαρατείνω Capitals: ΑΝΤΙΠΑΡΑΤΕΙΝΩ
Transliteration A: antiparateínō Transliteration B: antiparateinō Transliteration C: antiparateino Beta Code: a)ntiparatei/nw

English (LSJ)

   A stretch side by side so as to compare or contrast, ἄλλον [λόγον] πρὸς αὐτὸν ἀ. Pl.Phdr.257c.    2 intr., extend beside, Anon.Geog.Comp.7; and Pass. in same sense, ib.21.

German (Pape)

[Seite 257] gegenüber ausdehnen, z. B. die Schlachtlinie, Dio C.; übertr., λόγον πρὸς ἄλλον, um zu vergleichen, Plat. Phaedr. 257 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπαρατείνω: παρατείνω παραλλήλως, πρὸς παραβολὴν ἢ σύγκρισιν, ἄλλον λόγον πρὸς ἀντ. Πλάτ. Φαῖδρ. 257C.

French (Bailly abrégé)

1 étendre (des troupes) sur une ligne parallèle;
2 fig. établir en parallèle, comparer, opposer.
Étymologie: ἀντί, παρατείνω.

Spanish (DGE)

I tr.
1 presentar en forma paralela o equiparable a ἐὰν ἄρα καὶ ἐθελήσῃ πρὸς αὐτὸν (sc. λόγον) ἄλλον ἀντιπαρατεῖναι si es que también él desea presentar otro discurso equiparable a éste Pl.Phdr.257c.
2 extender paralelamente τὴν φάλαγγα D.C.62.8.2.
II intr. extenderse paralelamente a de una región que es limítrofe de otras, Anon.Geog.Comp.7.

Greek Monolingual

ἀντιπαρατείνω (Α)
εκτείνω κάτι δίπλα σε κάτι άλλο, αντιπαραθέτω για να συγκρίνω προσεκτικά.

Greek Monotonic

ἀντιπαρατείνω: μέλ. -τενῶ, τεντώνω δίπλα-δίπλα, έτσι ώστε να συγκρίνω, τιπρὸς τι, σε Πλάτ.