ἀντεκκλέπτω: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντεκκλέπτω]] (Α)<br />[[κλέβω]] και εγώ για [[εκδίκηση]]. | |mltxt=[[ἀντεκκλέπτω]] (Α)<br />[[κλέβω]] και εγώ για [[εκδίκηση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀντεκκλέπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[κλέβω]] ως [[ανταπόδοση]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 30 December 2018
English (LSJ)
A steal away in return, Ar.Ach.527.
German (Pape)
[Seite 245] dagegen herausstehlen, Ar. Ach. 501.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεκκλέπτω: κλέπτω καὶ ἐγὼ πρὸς ἐκδίκησιν, πόρνην δὲ Σιμαίθαν ἰόντες Μέγαράδε νεανίαι κλέπτουσι... κᾆθ’ οἱ Μεγαρῆς... ἀντεξέκλεψαν Ἀσπασίας πόρνα δύο Ἀριστοφ. Ἀχ. 527.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀντεξέκλεψα;
dérober ou voler à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἐκκλέπτω.
Spanish (DGE)
robar a su vez Ἀσπασίας πόρνα δύο Ar.Ach.527.
Greek Monolingual
ἀντεκκλέπτω (Α)
κλέβω και εγώ για εκδίκηση.
Greek Monotonic
ἀντεκκλέπτω: μέλ. -ψω, κλέβω ως ανταπόδοση, σε Αριστοφ.