ἀνώϊστος: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
(big3_5) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[elevado]], [[levantado]] ἢν (<i>sc</i>. ἡ ὑστέρη) [[ἐξαπίνης]] [[ἀνώϊστος]] γένηται Aret.<i>SA</i> 2.11.2, κλάδοι <i>Epic.Alex.Adesp</i>.3.1.<br />-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inesperado]] τῷ δ' ἄρ' ἀνώϊστον κακὸν ἤλυθε δῖος [[Ἀχιλλεύς]] <i>Il</i>.21.39, cf. <i>Od</i>.3.306 (ap. crít.), μῦθος A.R.3.670, πότμος A.R.3.800, βέλεα Mosch.2.75.<br /><b class="num">2</b> [[que pasa inadvertido]] πόλεις hex. en Ps.Hdt.<i>Vit.Hom</i>.212, χρόνος el tiempo que pasa insensiblemente</i>, <i>AP</i> 7.564.3.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[inesperadamente]] ὅμιλος ἀνωίστως ἐφικάνει A.R.1.680. | |dgtxt=-ον<br />[[elevado]], [[levantado]] ἢν (<i>sc</i>. ἡ ὑστέρη) [[ἐξαπίνης]] [[ἀνώϊστος]] γένηται Aret.<i>SA</i> 2.11.2, κλάδοι <i>Epic.Alex.Adesp</i>.3.1.<br />-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inesperado]] τῷ δ' ἄρ' ἀνώϊστον κακὸν ἤλυθε δῖος [[Ἀχιλλεύς]] <i>Il</i>.21.39, cf. <i>Od</i>.3.306 (ap. crít.), μῦθος A.R.3.670, πότμος A.R.3.800, βέλεα Mosch.2.75.<br /><b class="num">2</b> [[que pasa inadvertido]] πόλεις hex. en Ps.Hdt.<i>Vit.Hom</i>.212, χρόνος el tiempo que pasa insensiblemente</i>, <i>AP</i> 7.564.3.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[inesperadamente]] ὅμιλος ἀνωίστως ἐφικάνει A.R.1.680. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνώϊστος:''' -ον ([[οἴομαι]]), [[αναπάντεχος]], [[απροσδόκητος]], σε Ομήρ. Ιλ., Μόσχ.<br /><b class="num">• [[ἀνώϊστος]]:</b> -ον, Ιων. αντί <i>ἀν-[[οιστός]]</i>, αυτός που αναφέρεται σε κάποιο [[πρόσωπο]], <i>ἔς τινα</i>, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:32, 30 December 2018
English (LSJ)
(A), ον, (οἴομαι)
A unlooked for, unexpected, ἀ. κακόν Il.21.39; ἀνωΐστων πολέων περ Hom.Epigr.5; βέλεα Mosch.2.75; κλάδοι Epic.Anon.Oxy. 214.1. Adv. -τως A.R.1.680.
ἀνώϊσ-τος (B), ον, prob.
A f.l. for ἀνοιστός, referred, ἀνωΐστου γενομένου ἐς τὴν Πυθίην the matter having been referred to .., Hdt.6.66. 2 lifted up, raised, Aret.SA2.11.
French (Bailly abrégé)
1ion. p. *ἀνοιστός, adj. verb. de ἀναφέρω.
2ος, ον :
inopiné, inattendu.
Étymologie: ἀ, οἴομαι.
3ion. c. ἀνοιστός.
Spanish (DGE)
-ον
elevado, levantado ἢν (sc. ἡ ὑστέρη) ἐξαπίνης ἀνώϊστος γένηται Aret.SA 2.11.2, κλάδοι Epic.Alex.Adesp.3.1.
-ον
I 1inesperado τῷ δ' ἄρ' ἀνώϊστον κακὸν ἤλυθε δῖος Ἀχιλλεύς Il.21.39, cf. Od.3.306 (ap. crít.), μῦθος A.R.3.670, πότμος A.R.3.800, βέλεα Mosch.2.75.
2 que pasa inadvertido πόλεις hex. en Ps.Hdt.Vit.Hom.212, χρόνος el tiempo que pasa insensiblemente, AP 7.564.3.
II adv. -ως inesperadamente ὅμιλος ἀνωίστως ἐφικάνει A.R.1.680.
Greek Monotonic
ἀνώϊστος: -ον (οἴομαι), αναπάντεχος, απροσδόκητος, σε Ομήρ. Ιλ., Μόσχ.
• ἀνώϊστος: -ον, Ιων. αντί ἀν-οιστός, αυτός που αναφέρεται σε κάποιο πρόσωπο, ἔς τινα, σε Ηρόδ.