φιλαρχία: Difference between revisions

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[φίλαρχος]]<br />έντονη [[αγάπη]] για [[αρχή]], για [[εξουσία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ φιλαρχίαι</i><br />φιλόδοξες προσπάθειες.
|mltxt=η, ΝΜΑ [[φίλαρχος]]<br />έντονη [[αγάπη]] για [[αρχή]], για [[εξουσία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ φιλαρχίαι</i><br />φιλόδοξες προσπάθειες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλαρχία:''' ἡ, [[αγάπη]] για τους κανόνες, [[επιθυμία]] για [[δύναμη]], σε Θεόκρ., Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 20:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλαρχία Medium diacritics: φιλαρχία Low diacritics: φιλαρχία Capitals: ΦΙΛΑΡΧΙΑ
Transliteration A: philarchía Transliteration B: philarchia Transliteration C: filarchia Beta Code: filarxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A love of rule, lust of power, Thphr.Char.26.1, Plb.6.49.3, Phld.Piet.22, LXX 4 Ma.2.15, Gal.Anim.Pass.1.7, Jul.Caes. 308d, freq. in Plu., as Mar.2, al.: in pl., Id.Eum.13; efforts to gain power, Id.Cic.10.

German (Pape)

[Seite 1275] ἡ, Herrschlust, Herrschbegierde; Pol. 6, 49, 3 u. öfter; D. Hal. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλαρχία: ἡ, ἀγάπη πρὸς τὸ ἄρχειν, ἐπιθυμία ἐξουσίας, Θεοφρ. Χαρακ. 26, Πολύβ. 6. 49, 3, καὶ συχν. παρὰ Πλουτ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας· ἐν τῷ πληθ., φιλόδοξοι προσπάθειαι, Πλουτ. Εὐμ. 13, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
amour du pouvoir ; αἱ φιλαρχίαι tentatives ambitieuses.
Étymologie: φίλαρχος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φίλαρχος
έντονη αγάπη για αρχή, για εξουσία
αρχ.
στον πληθ. αἱ φιλαρχίαι
φιλόδοξες προσπάθειες.

Greek Monotonic

φῐλαρχία: ἡ, αγάπη για τους κανόνες, επιθυμία για δύναμη, σε Θεόκρ., Πλούτ.