τυφήρης: Difference between revisions

From LSJ

θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat

Source
(42)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῆρες, Α<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από [[τύφη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[λύχνος]] [[τυφήρης]]» — [[λύχνος]] αναμμένος, [[λυχνάρι]] που καίει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύφη]] (Ι) ή από το ρ. <i>τύφομαι</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήρης]] (<b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-[[ήρης]])].
|mltxt=-ῆρες, Α<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από [[τύφη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[λύχνος]] [[τυφήρης]]» — [[λύχνος]] αναμμένος, [[λυχνάρι]] που καίει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύφη]] (Ι) ή από το ρ. <i>τύφομαι</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήρης]] (<b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-[[ήρης]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τῡφήρης:''' -ες, ὁ, κατασκευασμένος από [[τύφη]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 20:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυφήρης Medium diacritics: τυφήρης Low diacritics: τυφήρης Capitals: ΤΥΦΗΡΗΣ
Transliteration A: typhḗrēs Transliteration B: typhērēs Transliteration C: tyfiris Beta Code: tufh/rhs

English (LSJ)

ες,

   A made from τύφη, λύχνος AP6.249 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1165] ες, in Brand gesetzt, angezündet, brennend, λύχνος Antip. Thess. 13 (VI, 249).

Greek (Liddell-Scott)

τῡφήρης: -ες, πεποιημένος ἐκ τύφης· λύχνος Ἀνθ. Π. 6. 249.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui est en feu, qui brûle.
Étymologie: τῦφος, ἄρω.

Greek Monolingual

-ῆρες, Α
1. κατασκευασμένος από τύφη
2. φρ. «λύχνος τυφήρης» — λύχνος αναμμένος, λυχνάρι που καίει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύφη (Ι) ή από το ρ. τύφομαι + κατάλ. -ήρης (πρβλ. ποδ-ήρης)].

Greek Monotonic

τῡφήρης: -ες, ὁ, κατασκευασμένος από τύφη, σε Ανθ.