ἀπερείσιος: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπερείσιος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[απειρέσιος]].
|mltxt=[[ἀπερείσιος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[απειρέσιος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπερείσιος:''' -ον, [[άλλος]] [[ένας]] Επικ. [[τύπος]] του [[ἀπειρέσιος]], στον Όμηρ.· [[πάντοτε]] ἀπερείσι' [[ἄποινα]], αναρίθμητα δώρα, [[λύτρα]].
}}
}}

Revision as of 20:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπερείσιος Medium diacritics: ἀπερείσιος Low diacritics: απερείσιος Capitals: ΑΠΕΡΕΙΣΙΟΣ
Transliteration A: apereísios Transliteration B: apereisios Transliteration C: apereisios Beta Code: a)perei/sios

English (LSJ)

ον,

   A = ἀπειρέσιος (q.v.); ἀπερείσι' ἄποινα countless ransom, Il.1.13, al.; ἕδνα 16.178; δῶρα A.R.1.419; ἄλγος AP7.363.

German (Pape)

[Seite 287] ep. = ἀπειρέσιος, Hom. oft ἀπερείσι' ἄποινα, z. B. Il. 1, 13, viel Lösegeld; ἀπ. ἕδνα Iliad. 16, 178 Od. 19, 529.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερείσιος: -ον, ἕτερος Ἐπ. τύπος τοῦ ἀπειρέσιος, ὡς ἀείδελος ἀντὶ ἀΐδηλος, παρ’ Ὁμ. ἀεί, ἀπερείσι’ ἄποινα, «ἄπειρα τῷ πλήθει, πολλὰ δῶρα, λύτρα» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 13, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἀπειρέσιος.

English (Autenrieth)

see ἀπειρέσιος.

Spanish (DGE)

v. ἀπειρέσιος.

Greek Monolingual

ἀπερείσιος, -ον (Α)
βλ. απειρέσιος.

Greek Monotonic

ἀπερείσιος: -ον, άλλος ένας Επικ. τύπος του ἀπειρέσιος, στον Όμηρ.· πάντοτε ἀπερείσι' ἄποινα, αναρίθμητα δώρα, λύτρα.