βασκάς: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(7) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βασκάς]] (-[[άδος]]) και [[βοσκάς]] και [[φασκάς]], η (Α)<br />[[είδος]] πάπιας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[βασκάς]] (ή -<i>ᾶς</i>) ανήκει στις λέξεις που δηλώνουν ονόματα πουλιών με [[επίθημα]] -<i>ᾶς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἀτταγᾶς]], [[ἐλεᾶς]] <b>κ.ά.</b>). Υπάρχουν οι παράλληλοι τ. [[βοσκάς]] και [[φασκάς]], τους οποίους μαρτυρεί ο <b>Ησύχ.</b> Ο τ. [[βοσκάς]] δημιουργήθηκε πιθ. από παρετυμολογική [[σύνδεση]] [[προς]] το [[βόσκω]] και [[βοσκάς]] «αυτός που τρέφει τον εαυτό του» (για πουλιά). Εάν τα [[βασκάς]] και [[φασκάς]] [[έναι]] η [[ίδια]] λ., [[τότε]] ο τ. [[βασκάς]] με αρκτικό <i>β</i>-, [[πράγμα]] που σπανίζει στην Ινδοευρωπαϊκή) [[είναι]] πιθ. θρακικής ή ιλλυρικής προελεύσεως (<b>[[πρβλ]].</b> [[βαλάντιο]], [[βαλιός]])]. | |mltxt=[[βασκάς]] (-[[άδος]]) και [[βοσκάς]] και [[φασκάς]], η (Α)<br />[[είδος]] πάπιας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[βασκάς]] (ή -<i>ᾶς</i>) ανήκει στις λέξεις που δηλώνουν ονόματα πουλιών με [[επίθημα]] -<i>ᾶς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἀτταγᾶς]], [[ἐλεᾶς]] <b>κ.ά.</b>). Υπάρχουν οι παράλληλοι τ. [[βοσκάς]] και [[φασκάς]], τους οποίους μαρτυρεί ο <b>Ησύχ.</b> Ο τ. [[βοσκάς]] δημιουργήθηκε πιθ. από παρετυμολογική [[σύνδεση]] [[προς]] το [[βόσκω]] και [[βοσκάς]] «αυτός που τρέφει τον εαυτό του» (για πουλιά). Εάν τα [[βασκάς]] και [[φασκάς]] [[έναι]] η [[ίδια]] λ., [[τότε]] ο τ. [[βασκάς]] με αρκτικό <i>β</i>-, [[πράγμα]] που σπανίζει στην Ινδοευρωπαϊκή) [[είναι]] πιθ. θρακικής ή ιλλυρικής προελεύσεως (<b>[[πρβλ]].</b> [[βαλάντιο]], [[βαλιός]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βασκάς:''' (ή -ᾶς), ἡ, είδος πάπιας, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 30 December 2018
English (LSJ)
(or -ᾶς), άδος, ἡ, a kind of
A duck, Ar.Av.885; cf. βοσκάς, φασκάς.
German (Pape)
[Seite 438] ὁ, eine Entenart, Ar. Av. 885; Arist. H. A. 8, 3.
Greek (Liddell-Scott)
βασκάς: (ἢ -ᾶς), ἡ, εἶδος νήσσης, Ἀριστοφ. Ὄρν. 885· πρβλ. βοσκάς, φασκάς.
Greek Monolingual
βασκάς (-άδος) και βοσκάς και φασκάς, η (Α)
είδος πάπιας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βασκάς (ή -ᾶς) ανήκει στις λέξεις που δηλώνουν ονόματα πουλιών με επίθημα -ᾶς (πρβλ. ἀτταγᾶς, ἐλεᾶς κ.ά.). Υπάρχουν οι παράλληλοι τ. βοσκάς και φασκάς, τους οποίους μαρτυρεί ο Ησύχ. Ο τ. βοσκάς δημιουργήθηκε πιθ. από παρετυμολογική σύνδεση προς το βόσκω και βοσκάς «αυτός που τρέφει τον εαυτό του» (για πουλιά). Εάν τα βασκάς και φασκάς έναι η ίδια λ., τότε ο τ. βασκάς με αρκτικό β-, πράγμα που σπανίζει στην Ινδοευρωπαϊκή) είναι πιθ. θρακικής ή ιλλυρικής προελεύσεως (πρβλ. βαλάντιο, βαλιός)].
Greek Monotonic
βασκάς: (ή -ᾶς), ἡ, είδος πάπιας, σε Αριστοφ.