χῶσις: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(Bailly1_5)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de construire une jetée, une digue;<br /><b>2</b> action de combler un port.<br />'''Étymologie:''' [[χώννυμι]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de construire une jetée, une digue;<br /><b>2</b> action de combler un port.<br />'''Étymologie:''' [[χώννυμι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χῶσις:''' -εως, ἡ ([[χόω]]), [[συσσώρευση]], [[ιδίως]], λέγεται για [[χώμα]], ύψωση ενός προχώματος ή αναχώματος, [[ιδίως]], [[εναντίον]] μιας πόλης, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[γέμισμα]], [[αποκλεισμός]] με [[χώμα]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 20:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῶσις Medium diacritics: χῶσις Low diacritics: χώσις Capitals: ΧΩΣΙΣ
Transliteration A: chō̂sis Transliteration B: chōsis Transliteration C: chosis Beta Code: xw=sis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A heaping up, esp. of earth, raising a mound or bank, esp. against a city, Th.2.76.    2 filling up, blocking by carth thrown in, χ. τῶν λιμένων Id.3.2; τάφρου D.H.5.41.    3 embanking, τοῦ θεάτρου IG9(2).522.26 (Larissa, iii/ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1388] ἡ, das Aufschütten, Zuschütten, bes. das Anhäufen von Schutt, Erde, die Aufführung eines Walles, Dammes, u. der Wall, Damm selbst; Thuc. 2, 76; λιμένων 3, 2; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χῶσις: -εως, ἡ, ἐπισώρευσις, συσσώρευσις, μάλιστα χώματος, σχηματισμὸς προχώματος ἐναντίον πόλεως, Θουκ. 2. 76, πρβλ. χῶμα. 2) γέμισμα, ἀπόκλεισις διὰ χώματος, χ. τῶν λιμένων ὁ αὐτ. 3. 2.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de construire une jetée, une digue;
2 action de combler un port.
Étymologie: χώννυμι.

Greek Monotonic

χῶσις: -εως, ἡ (χόω), συσσώρευση, ιδίως, λέγεται για χώμα, ύψωση ενός προχώματος ή αναχώματος, ιδίως, εναντίον μιας πόλης, σε Θουκ.
2. γέμισμα, αποκλεισμός με χώμα, στον ίδ.