ἀντιμάχομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀντιμάχομαι]])<br />[[μάχομαι]] [[εναντίον]] κάποιου, [[καταπολεμώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εχθρεύομαι]], αποστρέφομαι<br /><b>2.</b> [[προβάλλω]] [[αντίσταση]]<br /><b>3.</b> <b>(μτχ.)</b> <i>τα αντιμαχόμενα</i><br />ρητορικό [[σχήμα]] με το οποίο αποδεικνύεται το άτοπο ενός ισχυρισμού, ο [[οποίος]] δεν συμβιβάζεται με τη [[φύση]] του προσώπου που κρίνεται.
|mltxt=(AM [[ἀντιμάχομαι]])<br />[[μάχομαι]] [[εναντίον]] κάποιου, [[καταπολεμώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εχθρεύομαι]], αποστρέφομαι<br /><b>2.</b> [[προβάλλω]] [[αντίσταση]]<br /><b>3.</b> <b>(μτχ.)</b> <i>τα αντιμαχόμενα</i><br />ρητορικό [[σχήμα]] με το οποίο αποδεικνύεται το άτοπο ενός ισχυρισμού, ο [[οποίος]] δεν συμβιβάζεται με τη [[φύση]] του προσώπου που κρίνεται.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιμάχομαι:''' μέλ. <i>-μᾰχήσομαι</i>, αποθ., [[μάχομαι]] [[εναντίον]] κάποιου, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 20:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιμᾰχομαι Medium diacritics: ἀντιμάχομαι Low diacritics: αντιμάχομαι Capitals: ΑΝΤΙΜΑΧΟΜΑΙ
Transliteration A: antimáchomai Transliteration B: antimachomai Transliteration C: antimachomai Beta Code: a)ntima/xomai

English (LSJ)

   A fight against one, Th.4.68: abs., D.S.22.10.

German (Pape)

[Seite 255] (s. μάχομαι). dagegen kämpfen, Thuc. 4, 68; Widerstand leisten, τινί, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμάχομαι: μέλλ. -μαχήσομαι, ἀποθ., μάχομαι ἐναντίον τινός, τῶν προδιδόντων Μεγαρέων ἀντιμαχομένων Θουκ. 4. 68.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀντεμαχεσάμην;
lutter contre, résister.
Étymologie: ἀντί, μάχομαι.

Spanish (DGE)

luchar enfrente, como enemigo abs. Th.4.68, D.C.65.13.3, 43.17.3
resistir, presentar batalla, defenderse D.S.22.10, τοὺς ἀντιμαχομένους ἀποκτιννύειν X.Eph.1.13.2, c. dat. τῷ πάθει Plu.Fluu.14.1, τὸ ἀντιμαχόμενον αὐτῷ Σῶον Horap.1.6.

Greek Monolingual

(AM ἀντιμάχομαι)
μάχομαι εναντίον κάποιου, καταπολεμώ
νεοελλ.
1. εχθρεύομαι, αποστρέφομαι
2. προβάλλω αντίσταση
3. (μτχ.) τα αντιμαχόμενα
ρητορικό σχήμα με το οποίο αποδεικνύεται το άτοπο ενός ισχυρισμού, ο οποίος δεν συμβιβάζεται με τη φύση του προσώπου που κρίνεται.

Greek Monotonic

ἀντιμάχομαι: μέλ. -μᾰχήσομαι, αποθ., μάχομαι εναντίον κάποιου, σε Θουκ.