σβεστήριος: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(36) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, θηλ. και -ία, Α<br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] ή [[χρήσιμος]] για [[σβήσιμο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καταπραϋντικός]] («σβεστήριον κακοῡ [[φάρμακον]]», Ηράκλειτ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σβεσ</i>- του αορ. <i>ἔσβεσ</i>(<i>σ</i>)<i>α</i> του [[σβέννυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δρασ</i>-<i>τήριος</i>)]. | |mltxt=-ον, θηλ. και -ία, Α<br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] ή [[χρήσιμος]] για [[σβήσιμο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καταπραϋντικός]] («σβεστήριον κακοῡ [[φάρμακον]]», Ηράκλειτ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σβεσ</i>- του αορ. <i>ἔσβεσ</i>(<i>σ</i>)<i>α</i> του [[σβέννυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δρασ</i>-<i>τήριος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σβεστήριος:''' -α, -ον, αυτός που χρησιμεύει στην [[κατάσβεση]] της πυρκαγιάς, [[κατασβεστικός]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον (ος, ον Ph.1.350),
A serving to quench or put out, κωλύματα [πυρὸς] σ. Th.7.53: as Subst., σβεστήρια τοῦ πυρός D.H.3.56, cf. Plu.Cam.34, etc.: metaph., σ. κακοῦ φάρμακον Heraclit.All.20; σ. ἰάματα (for a fever) Orib.Eup. 3.6.
Greek (Liddell-Scott)
σβεστήριος: -α, -ον, ὁ χρησιμεύων εἰς κατάσβεσιν, κατάλληλος πρὸς κατάσβεσιν, κωλύματα [πυρὸς] σβ. Θουκ. 7. 53· καὶ ὡς οὐσιαστ., σβεστήρια τοῦ πυρὸς Διον. Ἁλ. 3. 56, Πλουτ. Κάμιλλ. 34, κτλ.· μεταφορ., σβ. κακοῦ φάρμακον Ἡρακλείτ. Ἀλληγ. Ὁμ.· - ὡσαύτως σβεστικός, ή, όν, Ἀριστ. Προβλ. 23. 15, Θεοφρ. π. Πυρὸς 59.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui sert à éteindre ; τὸ σβεστήριον moyen d’éteindre.
Étymologie: σβεστήρ.
Greek Monolingual
-ον, θηλ. και -ία, Α
1. κατάλληλος ή χρήσιμος για σβήσιμο
2. μτφ. καταπραϋντικός («σβεστήριον κακοῡ φάρμακον», Ηράκλειτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβεσ- του αορ. ἔσβεσ(σ)α του σβέννυμι + επίθημα -τήριος (πρβλ. δρασ-τήριος)].
Greek Monotonic
σβεστήριος: -α, -ον, αυτός που χρησιμεύει στην κατάσβεση της πυρκαγιάς, κατασβεστικός, σε Θουκ.