μιξοβάρβαρος: Difference between revisions
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[μειξοβάρβαρος]], -η, -ο (ΑΜ [[μιξοβάρβαρος]], -ον, Α και [[μειξοβάρβαρος]], -ον)<br />μη [[γνήσιος]] [[Έλληνας]], αυτός που [[είναι]] [[κατά]] το ένα ήμισυ [[βάρβαρος]] και [[κατά]] το [[άλλο]] ήμισυ [[Έλληνας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μιξοβάρβαρη</i><br />(για την ελληνική [[γλώσσα]]) [[γλώσσα]] ανάμικτη με βαρβαρισμούς<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε [[έθνος]] το οποίο αποτελείται από διάφορα βαρβαρικά φύλα<br /><b>2.</b> αυτός που χρησιμοποιεί [[γλώσσα]] ανάμικτη με βαρβαρισμούς, αυτός που μιλά μικτή [[γλώσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μ</i>(<i>ε</i>)<i>ιξ</i>(<i>ο</i>)- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[βάρβαρος]]. | |mltxt=και [[μειξοβάρβαρος]], -η, -ο (ΑΜ [[μιξοβάρβαρος]], -ον, Α και [[μειξοβάρβαρος]], -ον)<br />μη [[γνήσιος]] [[Έλληνας]], αυτός που [[είναι]] [[κατά]] το ένα ήμισυ [[βάρβαρος]] και [[κατά]] το [[άλλο]] ήμισυ [[Έλληνας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μιξοβάρβαρη</i><br />(για την ελληνική [[γλώσσα]]) [[γλώσσα]] ανάμικτη με βαρβαρισμούς<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε [[έθνος]] το οποίο αποτελείται από διάφορα βαρβαρικά φύλα<br /><b>2.</b> αυτός που χρησιμοποιεί [[γλώσσα]] ανάμικτη με βαρβαρισμούς, αυτός που μιλά μικτή [[γλώσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μ</i>(<i>ε</i>)<i>ιξ</i>(<i>ο</i>)- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[βάρβαρος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μιξοβάρβαρος:''' [[μισός]] [[βάρβαρος]] - [[μισός]] [[Έλληνας]], σε Ευρ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A halfbarbarian half Greek, E.Ph.138, X.HG2.1.15, Pl.Mx.245d.
German (Pape)
[Seite 188] halb barbarisch, halb griechisch; Eur. Phoen. 140; Plat. Menex. 245 d; Xen. Hell. 2, 1, 15.
Greek (Liddell-Scott)
μιξοβάρβᾰρος: κατὰ τὸ ἥμισυ βάρβαρος καὶ κατὰ τὸ ἄλλο Ἕλλην, Εὐρ. Φοίν. 138, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 15, Πλάτ. Μενέξ. 245D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié barbare.
Étymologie: μίγνυμι, βάρβαρος.
Greek Monolingual
και μειξοβάρβαρος, -η, -ο (ΑΜ μιξοβάρβαρος, -ον, Α και μειξοβάρβαρος, -ον)
μη γνήσιος Έλληνας, αυτός που είναι κατά το ένα ήμισυ βάρβαρος και κατά το άλλο ήμισυ Έλληνας
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η μιξοβάρβαρη
(για την ελληνική γλώσσα) γλώσσα ανάμικτη με βαρβαρισμούς
μσν.
1. αυτός που ανήκει σε έθνος το οποίο αποτελείται από διάφορα βαρβαρικά φύλα
2. αυτός που χρησιμοποιεί γλώσσα ανάμικτη με βαρβαρισμούς, αυτός που μιλά μικτή γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μ(ε)ιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + βάρβαρος.