πολυωφελής: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />αυτός που [[είναι]] πολύ [[ωφέλιμος]], [[χρήσιμος]] με πολλούς τρόπους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυωφελῶς</i> ΜΑ<br />[[κατά]] τρόπο πολυωφελή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωφελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄφελος]], <i>τὸ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>κοιν</i>-<i>ωφελής</i>. Το -<i>ω</i>- οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />αυτός που [[είναι]] πολύ [[ωφέλιμος]], [[χρήσιμος]] με πολλούς τρόπους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυωφελῶς</i> ΜΑ<br />[[κατά]] τρόπο πολυωφελή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωφελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄφελος]], <i>τὸ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>κοιν</i>-<i>ωφελής</i>. Το -<i>ω</i>- οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολυωφελής:''' -ές ([[ὄφελος]]), [[πολύ]] [[ωφέλιμος]], ο [[χρήσιμος]] με πολλούς τρόπους, σε Αριστ.· επίρρ. <i>-λῶς</i>, υπερθ. <i>-ωφελέστατα</i>, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 20:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυωφελής Medium diacritics: πολυωφελής Low diacritics: πολυωφελής Capitals: ΠΟΛΥΩΦΕΛΗΣ
Transliteration A: polyōphelḗs Transliteration B: polyōphelēs Transliteration C: polyofelis Beta Code: poluwfelh/s

English (LSJ)

ές, (ὄφελος)

   A very useful, Arist.EN 1095a11, D.H.1.36, etc.: Comp., SIG1164 (Dodona, iv/iii B.C.): Sup., λογισμός Ael.NAPraef. Adv. -λῶς, τῇ πόλει Ar.Th.304: Sup. -έστατα X.Eq.Mag.1.1.

German (Pape)

[Seite 678] ές, vielfach oder sehr nützlich; S. Emp. adv. eth. 132; Iambl.; – im adv., Ar. Thesm. 304; – superl. πολυωφελέστατος, Xen. Hipparch. 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

πολυωφελής: -ές, (ὄφελος) ὁ λίαν ὠφέλιμος, ὁ κατὰ πολλοὺς τρόπους ὠφέλιμος, Ἀριστ. Νικ. 1. 3, 7, Διον. Ἁλ. 1. 36, κτλ. ― Ἐπίρρ. -λῶς, Ἀριστοφ. Θεσμ. 304· ὑπερθ. πολυωφελέστατα, Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 1.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
fort utile.
Étymologie: πολύς, ὄφελος.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που είναι πολύ ωφέλιμος, χρήσιμος με πολλούς τρόπους.
επίρρ...
πολυωφελῶς ΜΑ
κατά τρόπο πολυωφελή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ωφελής (< ὄφελος, τὸ), πρβλ. κοιν-ωφελής. Το -ω- οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

πολυωφελής: -ές (ὄφελος), πολύ ωφέλιμος, ο χρήσιμος με πολλούς τρόπους, σε Αριστ.· επίρρ. -λῶς, υπερθ. -ωφελέστατα, σε Ξεν.